Ποιος δε θυμάται ή δεν είδε, αλήθεια, στα παιδικά μας χρόνια παραστάσεις Καραγκιόζη; Στα Γιάννενα, στον «Κουραμπά» τα όμορφα δροσερά καλοκαιριάτικα βράδια δίνονταν παραστάσεις «Καραγκιόζη» κι εμείς, παιδιά τότε, λαχταρούσαμε να απολαύσουμε αυτές τις παραστάσεις.
Το εισιτήριο, όσο φθηνό κι αν ήταν, δεν μπορούσαμε να το πληρώσουμε συχνά, για να μην πω καθόλου. Έτσι, στήναμε παραστάσεις στις γειτονιές μας με ευτελές εισιτήριο για να βγάζουμε και λίγο χαρτζιλικάκι.
Καραγκιοζοπαίχτης της γειτονιάς μας ήταν ο Σόλων Μαντζίλας, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής κι αυτός. Με τον Σόλωνα μεγαλώσαμε στην ίδια αυλή. Το σπίτι μας και το σπίτι τους ήταν κολλητά (τμήμα του δικού μας ισόγειου έμπαινε στο δικό τους και τμήμα του δικού τους ορόφου έμπαινε στο δικό μας. Λένε ότι παλιά ήταν Τούρκικο δικαστήριο). Στο πλάι έβλεπαν σε μια κοινή, μεγάλη –για τα παιδικά μας μάτια – αυλή, γεμάτη δέντρα λουλούδια, πεζούλια σε επίπεδα, καλντερίμια, με τους χαλέδες και τα πλυσταριά στην απέναντι από τα σπίτια πλευρά του κήπου, και μια στέρνα στη δική μας μεριά όπου μαζεύαμε βρόχινο νερό και το καλοκαίρι κρεμούσαμε μέσα της μπουκάλια με νερό σε κουβάδες, κανένα καρπούζι ή κανένα σύκο απ’ το χωριό να το φάμε δροσερό.
Παρενθετικά να αναφέρω ότι αυτή η στέρνα αποτελούσε και το βήμα πάνω στο οποίο ανέβαινε ο ομιλητής για να δώσει καμιά διάλεξη σε ολιγομελές κοινό. Συνήθως ομιλητής ήταν ο Σόλων ο οποίος ανέβαινε στη στέρνα και αγόρευε, αναπτύσσοντας με χειρονομίες και πειστικότητα το θέμα του (φαινόταν από μικρός ότι θα γινόταν δικηγόρος). Τα θέματα κωμικά ή σατυρικά διασκέδαζαν εμάς, το ακροατήριο, που καθόμασταν στο πεζούλι ολόγυρα στη στέρνα για να καταλήξουν σε θερμά χειροκροτήματα και ξεκαρδιστικά γέλια.
Σ’ αυτή λοιπόν την αυλή κουβαλούσαμε και στήναμε τις καρέκλες του θιάσου, στο υπερυψωμένο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή κρεμούσαμε το άσπρο σεντόνι (τον καραγκιοζμπερντέ) και περιμέναμε να βραδιάσει για να έρθει ο κόσμος που είχε ειδοποιηθεί, να πληρώσει στον ταμία το πενιχρό αντίτιμο του εισιτήριου και να αρχίσει η παράσταση. Τα θέματα ήταν διάφορα, παρμένα από την καθημερινότητα, τη μυθολογία, την ιστορία και με λίγη φαντασία και δικές μας προσθήκες και παρεμβάσεις φτάναμε στο αίσιο αποτέλεσμα.
Κουβεντιάζοντας κάποτε με τον επίσης καραγκιοζοπαίχτη και φίλο μου Κώστα Πύρρο, άκουσα κι απ’ αυτόν ένα περιστατικό για μια από τις παραστάσεις που έστηνε τότε στη δική του γειτονιά, στο δικό του σπίτι.
Τον καραγκιοζμπερντέ του τον κρέμασε ένα βράδυ κάτω από μια τσιμεντένια σκάλα. Οι θεατές θα απολάμβαναν με ένα εισιτήριο δύο έργα. Το πρώτο ήταν «Το γουργούτι» και το δεύτερο «Ο Καραγκιόζης πολιτευτής». Ειδικά το δεύτερο, πιστεύω, θα ήταν το αγαπημένο του θέμα, γιατί μεγαλώνοντας ασχολήθηκε με τα κοινά, πρωτοστάτησε στους φοιτητικούς αγώνες και όχι μόνο, και αποτέλεσε ενεργό μέλος της πολιτείας.
Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει και να πλησιάζει η ώρα της έναρξης, άρχισε και η προσέλευση των θεατών. Το ταμείο του θεάτρου ήταν ένα τενεκεδάκι όπου κατέθεταν τα όβολα, σε λιανώματα βέβαια, δηλαδή το αντίτιμο του εισιτήριου.
Στα μισά του πρώτου έργου γίνεται διάλειμμα, ρίχνει ο Κώστας μια ματιά στο τενεκεδάκι και «δεν βλέπει μία». Κάποιος επιτήδειος, κατά τη διάρκεια του έργου, θεώρησε σκόπιμο να τα αρπάξει. Τον πιάνουν λοιπόν οι διαόλοι του, εμφανίζεται ενώπιον του κοινού και δηλώνει ότι το έργο δε θα συνεχιστεί, εξηγώντας τους το λόγο. Οι θαμώνες άρχισαν να διαμαρτύρονται, ο Κώστας ήταν ανένδοτος, οπότε σχηματίζεται στα γρήγορα μια αντιπροσωπεία και μια και δυό στο σπίτι του Κώστα να διαμαρτυρηθούν στη μάνα του. Βγαίνει λοιπόν η κα. Ιουλία, η οποία μη έχοντας ιδέα περί θιάσου, προσπαθούσε να καταλάβει τι της λέγαν: Να μαλώσει τον Κώστα γιατί τους εξαπάτησε και τους έπαιξε μονάχα το μισό «γουργούτι». Εμένα τι με ανακατώνετε, τους λέει εκείνη, εγώ να τον μαλώσω, αλλά εσείς πηγαίνετε να τον πείσετε να συνεχίσει το έργο. Τρέχουν ξανά πίσω στον Κώστα, ο οποίος τους εδήλωσε ότι αν δεν βρουν τον κλέφτη και δεν φέρουν πίσω τα λιανά, δεν πρόκειται να συνεχίσει το έργο. Καθώς καταλαβαίνετε, η παράσταση… έλαβε τέλος πριν καλά-καλά αρχίσει.
Αριστερά προς τον θεατή, τοποθετείται πάντα η καλύβα του Καραγκιόζη και βγαίνουν οι ελληνικές φιγούρες, ενώ οι τούρκικες βγαίνουν από δεξιά όπου τοποθετείται και το σαράι του Πασά (Βεζίρη)
Οι φιγούρες κινούνται σε επαφή με το φωτισμένο πανί και κατασκευάζονταν αρχικά από τενεκέ, αργότερα από χαρτόνι και τελικά από δέρμα.
Αποτελούνται από δύο, τέσσερα ή και περισσότερα κομμάτια για να κινούνται ελεύθερα με τη βοήθεια μιας ξύλινης λαβής στερεωμένης στο πίσω μέρος, στο ύψος του κορμιού.
Κύρια φιγούρα και κεντρικός ήρωας, απ’ τον οποίο πήρε και την ονομασία του το λαϊκό αυτό θέατρο σκιών, είναι ο Καραγκιόζης. Άσχημος, καμπούρης, φαλακρός, ρακένδυτος, το ένα χέρι του τεράστιο (με το οποίο δείχνει, απειλεί ή αγορεύει), πειναλέος και άνεργος, ξεγελά τους γύρω του για να επιβιώσει με την εξυπνάδα, την καπατσοσύνη, την κουτοπονηριά, την δουλοπρέπεια, ακόμη και την τεμπελιά, με αποτέλεσμα να τον ξυλοκοπούν και να γυρνάει στην καλύβα του πάντα πεινασμένος.
Έχει παιδιά του το Κολλητήρι, τον Κοπρίτη και τον Μιρικόκο (ή Μπιριγκόγκο ή Πιτσικόκο), που διαρκώς του διαμαρτύρονται για τα άδεια τους στομάχια και τη δυστυχία τους.
Το Κολλητήρι, ο μικρότερος, αντάξιος του πατέρα του, εμφανίζεται πάντα πεινασμένος και σχεδόν πάντα στις παραστάσεις.
Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου ένα από τα τραγούδια του:
Γοπ-τίλι-γοπ, γοπ-τίλι-γοπ,
Έχω ψείλα με ουλά,
Ψείλα με ποδάλι.
Μ’ όφαγαν το κολμάκι μου το χλυσοκεντημένο.
Γοπ-τίλι-γοπ, γοπ-τίλι-γοπ,
Γοπ-τίλι-γοπ, τίλι-γοπ, τίλι-γοπ.
Κατά καιρούς διάφοροι καραγκιοζοπαίχτες δημιούργησαν και πρόσθεσαν στο θίασο καινούργιες μορφές και τύπους. Παρ’ όλα αυτά, κύρια πρόσωπα του θιάσου είναι:
Ο Χατζηαβάτης με τούρκικη φορεσιά, λίγο καθαρευουσιάνος, είναι ο μεσίτης του Πασά κι αναλαμβάνει να του βρίσκει ανθρώπους για διάφορες εργασίες. Με τον Καραγκιόζη διαπράττει διάφορες απάτες και μοιράζεται μαζί του ξυλοκόπημα.
Ο Μπαρμπαγιώργος με τη φουστανέλα του, θείος του Καραγκιόζη, απλοϊκός, έρχεται απ’ το χωριό και βοηθάει τον ανηψιό του στα διάφορα μπλεξίματά του, παρ’ ότι πιστεύει ότι είναι κατεργάρης και λωποδύτης. Συγκρούεται μόνιμα με τον Τουρκαλβανό Βεληγκέκα, όργανο του Πασά, τον οποίο πάντα ξυλοκοπάει και νικάει.
Ο Βεζίρης είναι ο πλούσιος Τούρκος που αναθέτει δουλειές στον Καραγκιόζη μέσω του Χατζηαβάτη.
Ο Σιόρ-Διονύσιος είναι ο κατά φαντασία ζακυνθινός αριστοκράτης που τραγουδάει καντάδες με ένα κωμικό επτανησιακό ιδίωμα.
Ο Σταύρακας είναι ο ψευτόμαγκας παλικαράς που τον πειράζει και διασκεδάζει μαζί του ο Καραγκιόζης.
Ο Μορφονιός είναι κακάσχημος, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να ερωτεύεται συνεχώς και να φαντάζεται πως είναι ωραίος.
Γυναικείες μορφές που εμφανίζονται συχνά είναι η γυναίκα του Καραγκιόζη, η Αγλαΐα, και η κόρη του Πασά, η Βεζιροπούλα.
Μεγάλοι καραγκιοζοπαίχτες υπήρξαν ο Γιάννης Ρούλιας, ο Μίμαρος, ο Μάρκος Ξάνθος, ο Αντώνης Μόλλας, ο Γιάννης Μώρος, κι ένας από τους τελευταίους μεγάλους, ο Σωτήρης Σπαθάρης. Όσον αφορά την καταγωγή του Καραγκιόζη, άλλοι τον συνδέουν με την αρχαιότητα ή με το Βυζάντιο, μολονότι δεν υπάρχουν πηγές για θέατρο σκιών, άλλοι με την Άπω Ανατολή (Κίνα, Ινδία). Κατ’ αυτούς, ο Καραγκιόζης ήρθε στην Ελλάδα με τους Τούρκους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Γεγονός είναι ότι ο τούρκικος αυτός Καραγκιόζης (Karagöz = μαυρομάτης) ενσωματώθηκε στη λαϊκή μας παράδοση και μεταβλήθηκε με το χρόνο σε ελληνικό λαϊκό θέαμα.
Το θέαμα αυτό, από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και την Κατοχή, προσέλκυσε ένα μαζικό κοινό, πολυπληθέστερο από το σύνολο του κοινού των άλλων λαϊκών θεαμάτων μαζί. Μετά τον πόλεμο και μέχρι σήμερα, ο Καραγκιόζης αποτελεί μια διασκεδαστική παράσταση για παιδιά.
Όμως, πολλοί από μας, ακόμα και σήμερα, όντας μεγάλα παιδιά, πόσο νοσταλγούμε και πόσο θα λαχταρούσαμε να παρακολουθήσουμε ξανά μια παράσταση Καραγκιόζη!
Το όνομα του Καραγκιόζη, ιδιαίτερα οικείο, καθιερώθηκε στις μέρες μας σε φράσεις όπως «Άντε ρε Καραγκιόζη» (πρόσωπο χαμηλού επιπέδου που προσπαθεί να φανεί σπουδαίο), «η καλύβα ή η παράγκα του Καραγκιόζη» (ειρωνικά για σπίτι φτωχικό, ακατάστατο, με ετερόκλητα στοιχεία), «ο γάμος του Καραγκιόζη» (για κατάσταση κωμική και γελοία), «ρίχνω στο γάμο του Καραγκιόζη» (πυροβολώ χωρίς συγκεκριμένο στόχο), «Καραγκιοζιλίκια» (γελοία καμώματα, μπανταλωμάρες –για να χρησιμοποιήσω και λίγο τοπική διάλεκτο- που ρεζιλεύουν).
2 Comments
Πολύ ωραίο κείμενο, ανέσυρε στη μνήμη μας όμορφες παιδικές στιγμές. Είχαμε στήσει κι εμείς καραγκιόζ- μπερντέ στη γειτονιά του Πλάτανου στην αυλή του σπιτιού της φίλης Τούλας Βασιλειάδου, πρωτοστατούσε ο αδελφός της, όμως είχε και η δική μας προσπάθεια άδοξο τέλος. Κάποιος κούνησε κατά λάθος το αναμμένο κερί και το παλιοσέντονο – μπερντές πήρε φωτιά! Φοβηθήκαμε πολύ, βάλαμε τις φωνές, έτρεξαν μέσα από το σπίτι και την έσβησαν. Φάγαμε όλοι κι όλες ένα χεράκι ξύλο από τις μανάδες μας και τέρμα οι παραστάσεις !
Νίκη χίλια μπράβο για το εξαιρετικό κείμενό σου! Αξίζει να δημοσιευτεί-αν ήδη δεν το έχεις κάνει- γιατί οι αναμνήσεις αυτές θα πρέπει να διασωθούν ως πολιτιστική κληρονομιά.
Αντίστοιχες αναμνήσεις, ως καραγκιοζοπαίχτης, έχω κι εγώ, από τον Πολύγυρο.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε από παλαιότερα (Γιάννενα) να γνωριζόσαστε με τη συνάδελφο, φίλη και συντρόφισσα Βίκη Πασχαλίδου, που έκανε το προηγούμενο σχόλιο! Χάρηκα!
Καλή βδομάδα!
με αγάπη
Γιάννης Αικατερινάρης
υ,γ. Με τα Γιάννενα με συνδέουν πολλά γεγονότα της δύσκολης περιίδου 1968-69. Πέρασα ως σκαπανέας Μηχανικού κάποιο διάστημα στα …ΣΦΙ (Στρατιωτικές Φυλακές Ιωαννίνων). Κάποιο άλλο -την ίδια περίπου περίοδο- ως οπλίτης-σκαπανέας, μελετητής ‘ευαγών ιδρυμάτων” της μητρόπολης Ιωαννίνων, κοντά στους μακαριστούς κι αξέχαστους για την προς εμένα ανθρώπινη αντιμετώπισή τους, Σεραφείμ και Θεόκλητο (Σετάκη)… Στάθηκα τυχερός γιατί τότε ακριβώς είχαν πάρει από τα Γιάννενα και την πήγαν …Πελοπόνησο (!) την ΔΕΜ (Διεύθυνση Έργων Μηχανικού) και χρειάζονταν οι πάντες “εύκαιρο” αρχιτέκτονα!
Μέχρι και σήμερα διατηρώ πολλούς δεσμούς με Γιανιώτικες οικογένειες (Νικολάτου, Τσώχου, Μήτση, Λιάτσου, Κατσαράκη, Καμπέρη, Παπαιωάννου και πολλές άλλες, που δεν τις αναφέρω από φόβο μην ξεχάσω καμία).
Στις άδειές μου πήγαινα στην ταβέρνα του Ντάφη, δυτικά της πόλης νομίζω.