Ο συμμαθητής μας Χρήστος Κύρκος* εξέδωσε βιβλίο με τίτλο “Η Βούλιστα-Παναγιά στο χώρο και στο χρόνο” Σπονδή στην πατρώα γη. Στο πόνημα αυτό των εξακοσίων σελίδων καταγράφεται με μεγάλη επιμέλεια και λεπτομέρεια η γεωγραφική, ιστορική, πολιτισμική, κοινωνική, γλωσσολογική και θρησκευτική πλευρά του χωριού του μέχρι το 1970.
Στον επίλογο του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρει:
«Όσο όμως πλησιάζουμε στο τέρμα πλησιάζουμε επίσης και στη γη: όχι όμως στη γη γενικά, αλλά σ΄ εκείνο το ασήμαντο κομματάκι γης (τόσο όμως αγαπημένο, τόσο ονειρεμένο),όπου περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, όπου παίζαμε και όπου στήναμε τον μαγικό μας κόσμο. Και θυμόμαστε τότε κάποιο δέντρο, το πρόσωπο ενός φίλου, ένα σκύλο που έτρεχε δίπλα μας, μια σκονισμένη ρούγα στον καλοκαιρινό μεσημεριανό ύπνο, το βουητό των τζιτζικιών, το ποτάμι δίπλα στο χωριό. Τέτοια πράματα. Όχι μεγάλα, αλλά ταπεινότατα πράγματα, τα οποία αποκτούν τις στιγμές εκείνες μια μεγαλοπρέπεια μελαγχολική.
Αυτή τη γη, αυτό το χωριουδάκι, το δικό μας χωριουδάκι, το χαμένο στην απεραντοσύνη του κόσμου, με τους ανθρώπους του όπως ζούσαν σε περασμένους χρόνους, προσπάθησα να σκιαγραφήσω στις προηγούμενες σελίδες…….. »
Ακολουθεί ο πρόλογος του βιβλίου:
«Ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πόταμος τὸν τόπο τους γυρεύουν»[1]
Η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο είναι ικανή να παρασύρει το σώμα σου και το πνεύμα σου πέρα από τη λύπη, στα κρίσιμα όρια του αναστοχασμού και μιας βαθιάς νηνεμίας, ανερμήνευτης μεν, λυτρωτικής δε – οι ρίζες είναι βαθιές, είτε το θέλουμε είτε όχι -. Είναι μια αλήθεια στην οποία, δυστυχώς, δεν δώσαμε τη σημασία που της αρμόζει. Οι λόγοι είναι πολλοί: άλλος γιατί πάσχισε να αποτινάξει από πάνω του το φτωχό και επαρχιώτικο παρελθόν του – μερικοί μάλιστα νοιώθουν ντροπή γιατί κατάγονται από χωριό -, άλλος γιατί πείσθηκε από την ιδεολογία του ότι η επαρχία και η παράδοση είναι φορείς συντηρητισμού και άρα είναι εμπόδια στο να γίνουν είτε καλοί αστοί είτε απελευθερωμένοι διεθνιστές (απελευθερωμένοι από τα δεσμά του πατριωτισμού, που γίνεται τάχα εθνικισμός και άλλες κενολογίες).
Λίγα μερόνυχτα στον γενέθλιο τόπο – πόσω μάλλον περισσότερα – αρκούν για να επανεύρεις τις μυρωδιές, τα χρώματα και τον ήχο της παιδικής ηλικίας – κυρίως τις μυρωδιές. Δεν μιλώ για νοσταλγία αλλά για μια απελπισμένη προσπάθεια για βίαιη επανεισδοχή στη μήτρα της πρωταρχής, μια κολύμβηση στα νάματά της. Ήρεμος τόπος, ο γενέθλιος τόπος, τόπος της ανεμελιάς, του παιχνιδιού, των πρώτων αντιληπτικών ικανοτήτων, της αναγνώρισης του σώματος, της φιλίας – η παιδικότητα που μάλλον δεν μας εγκαταλείπει ποτέ.
Ο Όργουελ[2] θεωρούσε ότι το ρίζωμα του ανθρώπου στις καθημερινές του συνήθειες (εργασία, προσωπικές σχέσεις, χόμπι κλπ.) ή στον τόπο όπου μεγάλωσε, διαφυλάσσει ένα σύνολο προπολιτικών συναισθημάτων που δε μπορούν να γίνουν σμπαράλια προκειμένου να ικανοποιήσουμε μια ιδεολογία.
Επίσης η φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ θεωρεί ότι το ρίζωμα είναι ίσως η σημαντικότερη αλλά και η πλέον παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής. Ένα ανθρώπινο όν έχει μια ρίζα μέσω της πραγματικής, δραστήριας και φυσικής συμμετοχής του στην ύπαρξη ενός οργανωμένου συνόλου, το οποίο διατηρεί ζωντανές ορισμένες πολύτιμες παρακαταθήκες του παρελθόντος και ορισμένες προσδοκίες για το μέλλον.
Αυτά τα προπολιτικά συναισθήματα, αυτή την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής τα έχουμε πετάξει στα σκουπίδια μιας υπεραπλουστευμένης λογικής, στην ομίχλη της δοκησίσοφης ματαιοδοξίας, στον ωκεανό του άπληστου καταναλωτισμού, στη θλίψη του αστικού «επαρχιωτισμού». Κρίμα, αναφωνούν μερικοί, άλλοι, όμως, εξακολουθούμε να απολαμβάνουμε αυτό που «καταφέραμε» να γίνουμε, αδιαφορώντας για το παρελθόν, τις πρώτες αιτίες, τα πρώτα σκιρτήματα, τον γονεϊκό ιδρώτα, την αιματόρροια της γενέθλιας γης.
Λίγα μερόνυχτα στον γενέθλιο τόπο – πόσω μάλλον περισσότερα – μπορούν να εξορίσουν μηδενισμούς και παραιτήσεις – και αυτό είναι μια σπουδαία πολιτική πράξη, ένα εφαλτήριο για πολιτική ανασυγκρότηση. Άρα φαντάζει αναγκαία πού και πού μια επίσκεψη – πόσω μάλλον μια επιστροφή – στις απαρχές της συγκρότησης της προσωπικότητας, σε αυτό το θαύμα της ύπαρξης. Ως και ο πόνος μετριάζεται και υποκλίνεται στη μνήμη και στο γενέθλιο σπήλαιο της παιδικότητας.
Σκέψεις σαν τις παραπάνω και πολλά άλλα που δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια με παρακίνησαν να παρουσιάσω στους συγχωριανούς μου, αλλά και στο ευρύτερο κοινό, τον γενέθλιο τόπο μου, τη Βούλιστα – Παναγιά, μέσα από τα πολιτιστικά αγαθά που δημιούργησαν οι κάτοικοί της.
Η σκέψη να προβώ σ’ αυτό το εγχείρημα με απασχολούσε πολύ καιρό. Το γεγονός, όμως, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή την απόφαση, ήταν ο θάνατος της μάνας μου το Νοέμβριο του 2013. Όταν έφυγε από το σπίτι μου και ο τελευταίος συγγενής που είχε έλθει να μου συμπαρασταθεί ψυχολογικά, μετά την απόθεση της μάνας μου στην τελευταία της κατοικία, με κατέκλυσε ένα πλήθος συναισθημάτων. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως άνθρωποι, όπως η μάνα μου, υπήρξαν φορείς ενός σημαντικού λαϊκού πολιτισμού. Καθώς ένας – ένας έφευγαν από τη ζωή, άφηναν πίσω τους και μέσα μας ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Η αίσθηση αυτού του κενού συντάραξε το είναι μου και απειλούσε την ψυχική μου ισορροπία. Έπρεπε κατεπειγόντως να βρεθεί ένα ικανό κίνητρο που θα λειτουργούσε λυτρωτικά. Όλα πια είχαν πάρει το δρόμο τους. Η απόφαση ελήφθη αυτή τη μέρα, μέρα απέραντης θλίψης, νοσταλγίας και εσωτερικής ενατένισης. Το γράψιμο – γιατί αυτό ήταν το κίνητρο – έφερε τη λύτρωση και το ανά χείρας βιβλίο.
Για να υλοποιήσω όμως την απόφαση συγγραφής της ιστορίας του γενέθλιου τόπου έπρεπε να απαντήσω και σε ένα επί πλέον ερώτημα. Το ερώτημα αυτό είναι διαφορετικής υφής και έχει να κάνει με το πότε πρέπει να γράφει κανείς ιστορία: αμέσως μετά τα γεγονότα που πρόκειται να αφηγηθεί ή μετά από παρέλευση ικανού χρόνου. Εδώ οι απόψεις των ιστορικών διίστανται. Πολλοί λένε πως η ιστορία πρέπει να γράφεται με κάποια χρονική απόσταση από τα γεγονότα. Η κρίση έτσι είναι νηφάλια, περισσότερο αντικειμενική, αγγίζει τον πυρήνα των αιτίων και των αποτελεσμάτων, δικαιώνει την αποστολή της επιστήμης. Μπορεί να είναι και έτσι. Αλλά υπάρχει και η εναντία άποψη σύμφωνα με την οποία η ιστορία πρέπει να γράφεται αμέσως μετά τα γεγονότα. Οι θιασώτες της άποψης αυτής διατείνονται ότι το γεγονός δεν είναι μόνο λογική και ψυχρή αποτίμηση. Έχει διαποτισθεί και από το συναίσθημα, το οποίο σαν πύρινη λάβα διαχέεται σ΄ όλα τα μόριά του, μοιάζει με τον πλανήτη μας στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας. Χωρίς το συναίσθημα όλα θα έμοιαζαν σαν μια άσκηση επί χάρτου, παιγνίδι με μολυβένια στρατιωτάκια, που κινούνται σύμφωνα με προδιαγραφές. Χωρίς μέθεξη, δεν έχει νόημα η ζωή, κατ’ επέκταση και η ιστορία, χωρίς τους χτύπους της καρδιάς. Ακόμα, όσοι μετείχαν στα γεγονότα, καθώς τα χρόνια περνούν, αποξενώνονται, χωρίς να το καταλάβουν, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, αρχίζουν να τα βλέπουν όλα σαν ένα μακρινό τοπίο, κάποτε χαμένο στην ομίχλη. Μπορεί, βέβαια, να γράψουν ιστορία, ό,τι όμως αποτυπώνεται στο χαρτί μοιάζει με αποσκελετωμένο λείψανο του παρελθόντος. Λείπει από αυτό η αμεσότητα των γεγονότων, η ζωή όπως εκδηλωνόταν με όλες τις μορφές της. Η γνώμη μου είναι ότι ψήγματα αλήθειας υπάρχουν και στις δύο αντιτιθέμενες απόψεις. Αυτό έχει ως συνέπεια να μη μπορώ να απορρίψω εξ ολοκλήρου κάποια από τις δυο.
Αυτά σκέφτομαι σήμερα (17 Νοεμβρίου του 2013, μέρα συναισθηματικής φόρτισης για μένα) που αρχίζω την προσπάθεια να συγγράψω την ιστορία του χωριού μου, από της ιδρύσεώς του μέχρι το 1970, προσπάθεια που ξέρω πως θα προσκρούσει σε πολλά εμπόδια. Το τελευταίο τέταρτο αυτής της περιόδου και ακόμα περισσότερο το έζησα ο ίδιος. Ο χρόνος, όμως, που μεσολάβησε μέχρι σήμερα με γεμίζει δέος, καθώς νοιώθω τις δυσχέρειες να μεταφέρω στα τωρινά τους συναισθηματικούς κραδασμούς που προκαλούσαν οι άνθρωποι και το τοπίο, διαφορετικής υφής από το σημερινό. Μόνα κοινά σημεία απέμειναν ελάχιστα, κι αυτά αλλοιωμένα με κίνδυνο καταστροφής, κάποια παραδοσιακά κτίσματα και ο φυσικός περίγυρος. Το εγχείρημα γίνεται δυσκολότερο για τα πρώτα χρόνια, όταν το χωριό μας, όπως και ολόκληρη σχεδόν η Ήπειρος, βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή, μιας και είμαι υποχρεωμένος να προεκτείνω τη φαντασία μου στηριζόμενος σε τρίτους, σε αυτούς που έζησαν στο επίκεντρο των γεγονότων και σε πολλές περιπτώσεις ήταν και δημιουργοί τους. Μόνο χωριανοί της γενιάς του πάππου μου, που πέρασαν τα νιάτα τους κάτω από το πέλμα του Τούρκου δυνάστη, μπόρεσαν να συνθέσουν με τον απελέκητο προφορικό τους λόγο αφηγήσεις που ξεχειλίζουν από συναίσθημα, αφηγήσεις που ο υπογράφων είχε την ευλογημένη τύχη να είναι αυτήκοος μάρτυρας και, θεία χάριτι, μεσολαβητής με τους αναγνώστες του παρόντος πονήματος.
Είθε όσοι διαβάσουν, ύστερα από πολλές δεκαετίες, το παρόν κείμενο, να νοιώσουν κάτι από τα σκιρτήματα της καρδιάς, που ένοιωσε ο συγγραφέας του παρόντος, όταν παιδί ακόμη συγκλονισμένος ρουφούσε τις αφηγήσεις των τραγικών αυτών γεγονότων που πρωτίστως ο πάππος του και δευτερευόντως και άλλοι παππούδες ξετύλιγαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Ο χρόνος, δυστυχώς, αμβλύνει τα συναισθηματικά αντανακλαστικά, δεν τα καταστρέφει όμως και ούτε θα το καταφέρει ποτέ.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, και πιστεύω πως θα σώσω αρκετά από την ισοπεδωτική δύναμη του χρόνου, να ανασυνθέσω τη ζωή του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα στη Βούλιστα – Παναγιά και την κάπως ευρύτερη περιοχή της – το χωριό μας δεν ζούσε ξεκομμένο από το περιβάλλον – στηριζόμενος στις αφηγήσεις παλαιοτέρων συγχωριανών μας και στα κείμενα που υπάρχουν. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και εξής θα στηριχθώ στα βιώματά μου, αλλά και σε αυτά των συγχωριανών μου που βρίσκονται ακόμη εν ζωή.
Η εξιστόρηση τερματίζεται το 1970. Η περίοδος από το 1970 μέχρι σήμερα πιστεύω πως είναι πολύ πρόσφατη. Αρκούμαι σε μια σύντομη αναφορά μόνο. Σύμφωνα με το σκεπτικό που ανέπτυξα πριν, θα είναι καλύτερα να απασχολήσει τον ιστορικό του μέλλοντος, αφού θα έχει μεσολαβήσει ένα εύλογο διάστημα, ώστε να κατακαθήσει ο κουρνιαχτός του παρόντος και έτσι θα μπορέσει με νηφαλιότητα να μελετήσει το παρελθόν.
Το παρόν πόνημα απευθύνεται σε όλους τους συμπατριώτες μου, μονίμους κατοίκους του χωριού και αποδήμους. Υπάρχει μια αλληγορική ρήση που, ίσως, τη γνωρίζουν πολλοί στο χωριό μας. Κάποτε, λένε, ρώτησε κάποιος ένα κλαράκι: «Από πού είσαι κλαράκι;» Και αυτό του απάντησε: «Από κείνη τη ριζούλα». Αν αντικαταστήσει κανείς τη λέξη κλαράκι με τη φράση νέα γενιά και τη λέξη ριζούλα με τη λέξη χωριό, εύκολα θα καταλάβει το νόημα της ρήσης. Σε αυτή τη νέα γενιά των συγχωριανών μας απευθύνεται κυρίως το παρόν πόνημα. Και αυτό γιατί κατέχει ελάχιστα, ίσως, πράγματα από τη ζωή των προγόνων της, τουλάχιστον των κοντινών της. Μαθαίνοντας τις ρίζες της θα φρονηματισθεί και πολλά θα ωφεληθεί για τη δική της ζωή, προσαρμόζοντας, βέβαια, σ’ αυτήν όσα, κατά την κρίση της, θεωρεί χρήσιμα. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι είχαν, μεταξύ των άλλων, έναν θεό, τον Ιανό, ο οποίος είχε τούτη την ιδιαιτερότητα: ήταν διπρόσωπος. Τα δύο πρόσωπά του ήταν στραμμένα προς δύο διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις, το ένα κοιτούσε προς τα πίσω και το άλλο μπροστά. Το ένα κοιτούσε δηλαδή προς το παρελθόν και το άλλο προς το μέλλον. Το δίδαγμα είναι ότι μόνον όταν μελετήσει κανείς προσεχτικά το παρελθόν μπορεί να προσανατολισθεί σωστά στο μέλλον. Έτσι και η νέα γενιά, βλέποντας το χθες, θα εκτιμήσει το σήμερα. Το μέλλον είναι πάντοτε αβέβαιο και σκοτεινό και όταν δεν ξέρει κάποιος πού πάει, τότε κοιτάζει από πού ήρθε για να σιγουρευτεί. Πιστεύω πως η νέα γενιά, όταν γνωρίσει τον πολιτισμό του χωριού της, θα το αγαπήσει περισσότερο και θα θαυμάσει τις αρετές των προγόνων της. Είναι βέβαιο τότε πως θα νοιώσει περήφανη για την καταγωγή της και θα προσπαθήσει, τηρώντας τα ήθη και έθιμά του, να διατηρήσει την ιδιαίτερη ταυτότητα του χωριού της που στις μέρες μας κινδυνεύει να αλλοιωθεί ή να χαθεί οριστικά. Όσο για τους μεγαλύτερους στην ηλικία, που θα σκύψουν σε τούτο το πόνημα, θα δουν μέσα σ’ αυτό και τον ίδιο τον εαυτό τους και θα ξαναθυμηθούν με νοσταλγία τα περασμένα. Και ακόμα, θα βεβαιώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους πως, όσα γράφονται σε αυτό δεν είναι παραμύθια αλλά πραγματικότητα.
Θα ήταν σοβαρή παράλειψη, αν δεν αναφερόμουν εδώ στους πληροφορητές που πρόθυμα ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του γράφοντος. Χωρίς τις πληροφορίες αυτές, η συγγραφή του παρόντος θα ήταν αδύνατη. Αρχής γενομένης από αυτούς που δεν είναι πια ανάμεσά μας, ανεκτίμητες ήταν οι πληροφορίες που μου έδωσαν ο πάππος και η βάβω μου, Κίτσιο Χρήστος και Κίτσιο Χρήσταινα, ιδιαίτερα για τη ζωή στο χωριό μας επί Τουρκοκρατίας. Αν και πέρασε, σχεδόν, μισός αιώνας από τότε που έφυγαν από τη ζωή, παραμένουν ολοζώντανοι στη σκέψη μου. Για την ίδια περίοδο συγκλονιστικές ήταν και οι πληροφορίες που μου έδωσε η σεβαστή βάβω, η Νάκαινα. Όλα αυτά τα χρόνια τις κράτησα ολοζώντανες στη μνήμη μου σαν πολύτιμο φυλαχτό, μέχρι να τις καταθέσω σε τούτο το γραπτό. Εξίσου πολύτιμες για την περίοδο της Τουρκοκρατίας πληροφορίες μού έδωσε και η άλλη σεβαστή βάβω, η Μητροκωστούλαινα.
Για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τα επακολουθήσαντα δραματικά γεγονότα συγκλονιστική ήταν η εξιστόρηση του μπάρμπα Βαγγέλη (Ευαγγέλου Κύρκου). Επειδή είχε συμμετάσχει ο ίδιος στην εκστρατεία, έδινε στις αφηγήσεις του έναν πρωτόγνωρο δραματικό τόνο. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να είναι αμερόληπτος κριτής των γεγονότων και να καυτηριάζει τις παρεκτροπές του εκστρατευτικού σώματος.
Για την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και τον Εμφύλιο πόλεμο οι πληροφορίες που απεκόμισα από τους μακαρίτες γονείς μου Απόστολο και Λαμπρινή καλύπτουν ένα μεγάλο αριθμό κασετών. Ιδιαίτερα η μάνα μου αφηγούνταν τις εκτελέσεις στη Τζιαλαλή με τέτοια ζωντάνια, ώστε κάποια στιγμή νόμισα πως έζησα και εγώ τα γεγονότα.
Από τους πληροφορητές που είναι ακόμη εν ζωή, ιδιαίτερης μνείας άξιος είναι ο θείος μου Λευτέρης Αναστασίου. Από τις γραμμές αυτές θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τις αμέτρητες ώρες που ανάλωσε μαζί μου αφηγούμενος τα γεγονότα της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.
Σε ό,τι αφορά τη λαογραφία του χωριού μας (Κάλαντα και Λαμπριάτικα τραγούδια), η συνεισφορά του συγχωριανού μας Γιώργου Μάρη υπήρξε εκ των ων ουκ άνευ. Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να αποκληθεί λαογράφος του χωριού μας αυτός δικαιωματικά είναι ο Γιώργος Μάρης. Του αξίζει κάθε έπαινος. Αναφορικά με τα ήθη και έθιμα του χωριού μας, τις γιορτές, την υφαντική, το ρουχισμό και γενικά την υλική πλευρά της ζωής, οι πληροφορίες της θείας μου Ελευθερίας Σωτ. Γεωργίου ήταν ανεκτίμητες. Η προθυμία με την οποία ικανοποίησε κάθε απορία μου κατά τις αλλεπάλληλες συζητήσεις μας υπήρξε συγκινητική. Την ευχαριστώ από καρδιάς.
Ο εκλεκτός φίλος και συγχωριανός μας Χρήστος Βασ. Παπαγεωργίου μού εμπιστεύθηκε το προϊόν πολύχρονων ερευνών του, χάρη στις οποίες διασώθηκαν από τη λήθη πάμπολλες λέξεις της ντοπιολαλιάς μας και πληροφορίες σχετικές με την καταγωγή συγχωριανών μας. Του οφείλω τη δέουσα ευγνωμοσύνη.
Ο Γιάννης Αθ. Ράδος, αθεράπευτος νοσταλγός του χωριού μας, ήταν κάτι περισσότερο από απλός πληροφορητής. Ήταν πολύτιμος συνεργάτης μου και συνοδοιπόρος στο δύσκολο αυτό εγχείρημα. Όταν ένοιωθα εξουθενωμένος από την προσπάθεια, ήταν αυτός που με ενθάρρυνε και με βοήθησε να φτάσω στο τέρμα. Προσωπικά, αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την πολύπλευρη βοήθειά του.
Οι πληροφορητές που έδωσαν στον συγγραφέα πολύτιμες πληροφορίες για τα ήθη και έθιμα, τις εκκλησίες, την παιδεία και εν γένει την ιστορία του χωριού είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που ήδη μνημόνευσα. Ο συγγραφέας αισθάνεται προνομιούχος που αξιώθηκε της προσοχής τους.
Σε ό,τι αφορά την επιστημονική πλευρά του θέματος, οι εργασίες του εκλεκτού επιστήμονα, συναδέλφου και φίλου Δημήτρη Ράπτη υπήρξαν πρωταρχική πηγή και οδηγός για τη συγγραφή του παρόντος. Πέραν τούτου, χάρη στις εύστοχες παρατηρήσεις του αποφεύχθηκαν κάποιοι ερασιτεχνισμοί και το κείμενο κατέστη δημοσιεύσιμο. Για την πολύπλευρη βοήθειά του οφείλω να εκφράσω ως ελάχιστο αντίδωρο την βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου.
Τέλος, πολύπλευρη ήταν η βοήθεια που μου παρέσχε ο ακάματος μελετητής των τοπωνυμίων της πατρίδας μας Στάθης Ασημάκης. Η τελική διαμόρφωση του κειμένου υπήρξε προϊόν του δικού του ανυστερόβουλου μόχθου. Γι’ αυτό αλλά και τις εύστοχες γλωσσολογικές παρατηρήσεις και προτάσεις του αισθάνομαι την ανάγκη δια του παρόντος να εκφράσω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου.
Στην εργασία αυτή θα παρατηρηθούν ασφαλώς ελλείψεις, παραλείψεις και, πιθανόν, ανακρίβειες. Και τούτο διότι γραπτές πηγές που να αφορούν το χωριό μας κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας είναι ελάχιστες. Από την άλλη, συχνά οι πληροφορητές έδιναν αντικρουόμενες πληροφορίες για το ίδιο θέμα, άλλοι δε έπεφταν σε κραυγαλέες αντιφάσεις. Όλα αυτά καθιστούσαν το εγχείρημα ακόμη δυσκολότερο. Όπως, όμως, λέει και ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας Ηράκλειτος «ἡ ἀλήθεια κρύπτεσθαι φιλεῖ» (δηλαδή η αλήθεια δύσκολα αποκαλύπτεται). Όπως και να έχει, όμως, το πράγμα, οι οποιεσδήποτε ελλείψεις και ανακρίβειες βαρύνουν αποκλειστικά τον συγγραφέα του παρόντος.
Το παρόν πόνημα αφιερώνεται στους αγαπημένους συγχωριανούς μου και, ειδικότερα, στη σπουδαγμένη νέα γενιά του χωριού μας που με τα επιτεύγματά της στο στίβο της γνώσης κάνουν περήφανο το χωριό μας.
—————————————————————————————————————
[1] Λαϊκή παροιμία, στην οποία τονίζονται οι άρρηκτοι δεσμοί του καθενός με την γενέθλια γη και η εσώτατη ανάγκη να γυρίσει κάποτε σε αυτήν, όταν είναι μακριά της.
[2] Τζορτζ Όργουελ, «Για τον εθνικισμό και άλλα δοκίμια», εκδ. Πατάκη 2016.
*Ο Χρήστος Κύρκος του Αποστόλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Βούλιστα-Παναγιά Φιλιππιάδος Πρεβέζης.
Το 1962 μετά από επιτυχείς εξετάσεις ενεγράφη στη γεραρά Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων, όπου παρηκολούθησε τα μαθήματα των τριών πρώτων τάξεων του Γυμνασίου. Μετενεγράφη και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γυμνάσιο Φιλιππιάδος απ’ όπου απεφοίτησε το 1967.
Το ίδιο έτος εισήχθη δεύτερος κατά σειρά επιτυχίας και ενεγράφη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Καθ’ όλη τη διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών υπήρξε υπότροφος του Ι.Κ.Υ. Το 1972 έλαβε το πτυχίον του από το Κλασσικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων. Μετά τη στρατιωτική του θητεία ανεχώρησε για μεταπτυχιακές σπουδές στις Η.Π. Α. Σπούδασε για μια πενταετία (1976-1980) στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης «NEW SCHOOL FOR SOCIAL RESEARCH» και «LONG ISLAND UNIVERSITY, BROOKLYN CENTER» απ’ όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό τίτλο «MASTER’S» στην Ψυχολογία.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1982 διορίστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαιδεύσεως. Το 1987 με εκπαιδευτική άδεια και για μια τριετία (1987-1990) έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Αγγλίας «SUSSEX UNIVERSITY». Εν συνεχεία, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα έγινε δεκτός από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για την εκπόνηση διδακτορικού στην Ψυχολογία. Το 1999 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 1997 έως και το έτος 2013, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, υπηρέτησε ως φιλόλογος στο Πειραματικό Λύκειο της «Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης», όπου πέραν των βασικών του καθηκόντων, ανέπτυξε πολυσχιδή δράση που στόχο είχε την πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών και μαθητριών του.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του υπήρξε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (Π.Ε.Φ.). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Εργασίας της Π.Ε.Φ. για την Έρευνα και Διδασκαλία της Φιλοσοφίας στη Μέση Εκπαίδευση. Καρπός της δραστηριότητας της ομάδας αυτής είναι άρθρα και ανακοινώσεις που παρουσιάσθηκαν σε διάφορα συνέδρια και σεμινάρια με αντικείμενο τη διδασκαλία της Φιλοσοφίας στη Μ.Ε.
Μετά τη συνταξιοδότηση του επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην πατρώα γη, το αγαπημένο του χωριό Βούλιστα-Παναγιά. Το παρόν βιβλίο με το οποίο δοκιμάζεται στη συγγραφή, είναι καρπός της αγάπης του για την ιδιαίτερη πατρίδα του και αποτέλεσμα πολύχρονης συλλογής υλικού.
Χρήστος Κύρκος τηλ. 26830 51 295 και 6979780660
1 Comment
Συγχαρητήρια. Εξαιρετική προσπάθεια ανάδειξης της ιστορίας ενός μικρού τόπου με μεγάλη ιστορία σύμφωνα με τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δημοσιεύεις. Οι θυσίες του κάθε μικρού ελληνικού τόπου γράφουν τη μεγάλη ιστορία – θέλω να πιστεύω – της Ελλάδας που δεν έχει χαθεί και συνεχίζει να παλεύει. Σου εύχομαι καλή δύναμη σε ότι θα συνεχίσεις να κάνεις.
Με χαρά και εκτίμηση
Μπρέντας Απόστολος