Πρόλογος στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου, “ΕΥΓΕΝΙΑ”
Θεσσαλονίκη, 10.7.2005
Είχα την τύχη να μελετήσω την «Ευγενία» του Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου (Κ.Α.), πριν ακόμη προβεί στις τελικές διορθώσεις του κειμένου. Είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη για προσωπική του υπόθεση και με την ευκαιρία μου προσκόμισε ένα αντίτυπο της δουλειάς του. Ευγενία, ήταν το όνομα της τελευταίας συντρόφου του, που τόσο πρόωρα έφυγε από τούτη τη ζωή-θύμα τροχαίου-αφήνοντάς του παρακαταθήκη θύμησες στοργής, αφοσίωσης και αγάπης. Η ανάγνωση του έργου αποκαλύπτει τον πόνο, τη μοναξιά και τις μεταφυσικές ανησυχίες του συγγραφέα, στοιχεία που αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο αποτυπώνεται μια αληθινή καταρχήν ιστορία, το δραματικό φινάλε της οποίας συγκλόνισε όσους το πληροφορήθηκαν.
Το μυθιστόρημα «Ευγενία», έχω τη γνώμη, εξασφαλίζει δίσημη θεώρηση: Η άτυχη γυναίκα από τη μια κι ο συγγραφέας από την άλλη. Σε ό,τι αφορά την ηρωίδα, κρίνεται ως ψυχογράφημα. Ό,τι εγγίζει το συγγραφέα, διολισθαίνει προς την αυτοεπισκόπηση. Ενδιαφέρουσες προσωπικότητες οι οποίες λαμπρύνονται στην κυριολεξία όσο ξετυλίγεται το νήμα των γεγονότων για να φθάσουν στο κορύφωμα μιας δραματικής έκλαμψης, όταν με τρόπο απρόσμενο και βίαιο επιτελείται ο χωρισμός τους. Αίμα και φως και εσωτερικές διεργασίες που οδηγούν στην απαισιοδοξία, στη θλίψη, στην κατήφεια και στο μαρασμό αυτών που μένουν.
Ο Κ.Α. ζει για το τώρα. Όσο είναι απαλλαγμένος από τη μνήμη του, είναι ένας ιδιότυπος πραγματιστής. Μόλις εκείνη τον προκαλέσει, επιτελείται πάραυτα μια μυστηριακή ώσμωση παρελθόντος και παρόντος, για να προκύψει μία συναισθηματικώς βιούμενη μελλοντική στιγμή, που παραχωρεί τη θέση της στο απτό και πάλι, ευθύς ως εκείνη (η μνήμη) ανακληθεί από τη λήθη, για να επανέλθει κάτω από συνθήκες που ευνοούν την εμφάνισή της. Ο Κ.Α. κάνει διάλογο με τη μνήμη του και κάποτε της επιτρέπει να μιλάει εκείνη για λογαριασμό του. Αυτό θυμίζει κάτι από το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ. Γιατί και η «Ευγενία», όπως και το βιβλίο του Προυστ, μοιάζει έργο «κλειστό» και «δυσπρόσιτο» και ίσως αποθαρρύνει τους εκδότες, αν και ο Αργυρόπουλος δεν αφιερώνει τριάντα σελίδες για να περιγράψει την αϋπνία του ήρωά του, κάτι που εξαρχής θα επιδρούσε αποτρεπτικά στην αμφιρρέπουσα μεταξύ του ναι και του όχι απόφασή τους να το αποδεχθούν.
Στο βιβλίο του αυτό ο Κ.Α. θέλει να μοιραστεί με τους φίλους του την ευτυχία που απλόχερα του χάρισε η Ευγενία, όταν συνδέθηκε μαζί του, αλλά και τη δυστυχία, τη λύπη και τη συντριβή του (κάτω από κάποιες προϋποθέσεις), όταν έφυγε για πάντα από κοντά του. Γι’ αυτό και προβαίνει σε μια σφαιρική παρουσίαση των γνωρισμάτων της, προκειμένου να διακρίνουν και οι άλλοι το πολυσχιδές της μοναδικότητας της ύπαρξής της, δικαιολογώντας του έτσι το συγκλονισμό από την απώλειά της. Στον… αρχέγονο αυτό ρόλο του, της πολυπρόσωπης θώρησης (ή θεώρησης, αν θέλετε) του «ξεχωριστού ανθρώπου», ο Κ.Α. είναι ασυναγώνιστος. Είναι μοναδικός στις εντρυφήσεις του, στις διεισδύσεις του στο βάθος των συναισθημάτων των «επιλεγμένων», των «εκλεκτών». Ανιχνεύοντάς τους, ανακαλύπτει και τις δικές του σταθερές, τα δικά του όρια, το εύρος των οποίων επιθυμεί διακαώς να συγκρίνει με αυτό του Δημιουργού, όχι από έπαρση ή ματαιοδοξία, αλλά μόνο για να προσδιορίσει την απόσταση που πρέπει να διανύσει, για να πλησιάσει και να δηλώσει την υποταγή του στον Πλάστη, προσδοκώντας δίκαιη κρίση. Γιατί ο Κ.Α., φίλοι μου, ήταν και παρέμεινε χριστιανόπουλο.
Ο Κ.Α. με την «Ευγενία» του ξοδεύει την ψυχή του αβίαστα. Έχει ενδεχομένως την αίσθηση ότι του περισσεύει και ότι πρέπει να το αποκτήσουν και οι άλλοι. Ένα κομμάτι της τουλάχιστο. Είναι γενναιόδωρος και μάλλον χαίρεται που αναλίσκεται προς τέρψη, προβληματισμό και πληροφόρηση των άλλων… Κοντά του μαθαίνει κανείς να σκέπτεται, να χειρίζεται τη γλώσσα, να διατυπώνει ορθά το ζητούμενο, να γράφει… Όμως, η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου του. Νιώθω ειλικρινά προνομιούχος που το έχω μελετήσει περισσότερες από δύο φορές.
Π. Γιαννακόπουλος