του Χαράλαμπου Μουτσόπουλου
καθηγητού Παθολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Απόφοιτου της Ζωσιμαίας Σχολής
Βιβλιοπαρουσίαση από τον Σάκη Δάλλα
Κυκλοφόρησε πρόσφατα (Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ) το βιβλίο του εκλεκτού απόφοιτου της Ζωσιμαίας Σχολής Χαράλαμπου (Άκη) Μουτσόπουλου, Καθηγητού Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών που φέρει τον τίτλο “Για αυτιά που δεν ακούν”. Σχολιάζοντας το βιβλίο ο Ακαδημαϊκός Κώστα Κριμπάς παρατηρεί ότι «Ο Άκης Μουτσόπουλος με ευαισθησία και οξυδέρκεια προβαίνει στη διάγνωση της παθολογίας της πανεπιστημιακής μας ιατρικής εκπαίδευσης, καθώς και αυτής που θα έπρεπε να ασκείται στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας μας. Περιγραφή εξαίρετη που συνάμα προκαλεί θλίψη. .…. Είναι άραγε πολύ αργά για να τον ακούσομε σοβαρά;» Ο Σωκράτης Κοσμίδης, Βουλευτής Επικρατείας ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ επισημαίνει ότι «….. απευθύνεται σε “αυτιά που δεν ακούν” γιατί οι φορείς τους ενοχλούνται από τις αλήθειες που περιέχουν οι απόψεις του. Γιατί είναι εθισμένοι στη βολή και στη μετριότητα τους, με χαμηλά τον πήχυ των απαιτήσεων. Γιατί δεν επιθυμούν αξιοκρατία και αξιολόγηση, ούτε σύγκρουση με την ισοπέδωση και την αδράνεια. Ωστόσο επιμένει. Όσο περισσότεροι ακούσουν, τόσο το καλύτερο». Τέλος η Ιωάννα Σουφλέρη, Δρ Μοριακής Βιολογίας – Δημοσιογράφος διαπιστώνει ότι «Σε μια εποχή όπου το μέτρο έχει χαθεί και που συχνά διερωτάται κανείς αν “στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε”, βιβλία σαν αυτό μας ξαναβάζουν στη σωστή ρότα. Πολύ περισσότερο δε όταν προέρχονται από έναν άνθρωπο που απέδειξε εμπράκτως ότι η αριστεία είναι μονόδρομος και ως εκ τούτου κατέκτησε το δικαίωμα του να ομιλεί…».
Και το δικαίωμα να ομιλεί το απέκτησε με το έργο του στο Πανεπιστήμιο και μέσα από την Διεθνή αναγνώριση. Έχει δημοσιεύσει με τους συνεργάτες του πάνω από 450 επιστημονικές εργασίες σε έγκριτα διεθνή περιοδικά. Έχει συγγράψει πάνω από 90 κεφάλαια σε επιστημονικά βιβλία. Ο αριθμός μνειών στις εργασίες του ξεπερνά τις 12.000. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο «Alessandro Robecci» από την European League Against Rheumatism (EULAR) το 1987, το European – Australian Award for Medical Research το 1993 και το 2005 με το βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Βασιλείου Ξανθόπουλου και Στεφάνου Πνευματικού. Έχει εκλεγεί μέλος ή επίτιμο μέλος σε εξέχουσες επιστημονικές εταιρείες του εσωτερικού και του εξωτερικού. Μεταξύ αυτών, είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Fellow of the American College of Physicians, Fellow of the Royal College of Physicians (Edinburgh) και πρόσφατα εξελέγη Fellow of the Royal College of Physicians (London). Το Νοέμβριο του 2006, τιμήθηκε με το ανώτατο βραβείο στον τομέα της Ρευματολογίας στις ΗΠΑ, το Distinguished Clinical Scholar Award 2006 των Awards of Distinction του American College of Rheumatology (ACR) (Βραβείο 2006 για Διακεκριμένο Κλινικό Ακαδημαϊκό, Τιμητική Διάκριση του Αμερικανικού Κολεγίου Ρευματολογίας). Το βραβείο αυτό έχει χορηγηθεί δεκαοκτώ φορές στο παρελθόν, μόνο σε Αμερικανούς επιστήμονες. Για πρώτη φορά χορηγείται σε μη Αμερικανό για εργασίες που εκτελέστηκαν εκτός των ΗΠΑ. Πολύ πρόσφατα, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας βράβευσε τον κύριο Μουτσόπουλο με το βραβείο Charles von Pirquet για την προσφορά του στην κατανόηση της παθογένειας των αυτοάνοσων νοσημάτων.
Τελειώνοντας την ανάγνωσή του βιβλίου δεν ήμουν σίγουρος εάν στις σελίδες του γίνεται “διάγνωση της παθολογίας της πανεπιστημιακής μας ιατρικής εκπαίδευσης” ή “διάγνωση της παθολογίας της νεοελληνικής κοινωνίας”.
Και ο τίτλος του “Για αυτιά που δεν ακούν” νομίζω ότι εκφράζει απόγνωση . Και οργή συνάμα. Και απελπισία. Πιστεύω όμως αποτελεί και ένα προσκλητήριο προς όσους επιθυμούν “να ακούν”. Συνάμα “να βλέπουν” και “να ενεργούν”. Πιστεύω ότι, τόσο οι Απόφοιτοι της Ζωσιμαίας Σχολής όσο και οι φίλοι μας, ανήκουν στην τελευταία κατηγορία. Με αυτό το σκεπτικό θεώρησα σκόπιμο να παρουσιάσω, μέσω του περιοδικού μας, μερικές από τις πιο σημαντικές, κατά την άποψη μου, αλλά και επίκαιρες, θαραλέες, έντιμες και υπεύθυνες αναφορές του συγγραφέα που καταγράφονται στην Εισαγωγή του βιβλίου καθώς επίσης και αποσπάσματα από μερικά Κεφάλαια γενικού ενδιαφέροντος (οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα είναι δικές μου).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
(Χ. Μ. Μουτσόπουλος – Αποσπάσματα)
….. Πάνω απ’ όλα όμως έπρεπε να εμπνεύσω τους νέους γιατρούς που παραλάμβανα ως ειδικευόμενους και να τους μάθω να ονειρεύονται. Να ονειρεύονται μια λαμπρή καριέρα, γεμάτη βαθιά γνώση, που θα τους έδινε διαγνωστική και θεραπευτική επάρκεια και συνεπώς μεγάλη ικανοποίηση από την άσκηση του λειτουργήματος τους. Έπρεπε να τους διδάξω ότι πρέπει να επιδιώκουν «το άριστο», να επιδιώκουν «τα πάντα», να επιδιώκουν «το αδύνατο», κατά το σύνθημα του Μάη του ’68, ότι δεν πρέπει να συμβιβάζονται με μικρολύσεις……
……. Όλες οι κυβερνήσεις, θέλοντας να πείσουν τους φοιτητές ότι η κατάσταση είχε αλλάξει, άρχισαν όχι απλώς να σέβονται, ως όφειλαν άλλωστε, αλλά να διευρύνουν συνεχώς τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και τελικά οι φοιτητές είχαν λόγο σε όλα τα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου. Άρχισα να ελπίζω ότι αυτός θα ήταν ένας κριτικός λόγος απέναντι στην καθηγητική αυθαιρεσία, στην ελλιπή προετοιμασία των διδασκόντων για διδασκαλία, στην κακοδιαχείριση κονδυλίων, στην ανυπαρξία έρευνας. Ήλπιζα, αφελώς, ότι θα έχω συμμάχους. Ο φοιτητικός λόγος όμως εξαντλούνταν σε πολιτική συνθηματολογία, που θύμιζε αίθουσα της Βουλής, και όταν έπαιρνε τη μορφή της ενασχόλησης με τρέχοντα ακαδημαϊκά θέματα αφορούσε την ουρά των προβλημάτων, δηλαδή ζητήματα εξετάσεων, ενώ απέφευγε να κρίνει τη διοίκηση, τους διδάσκοντες ή και τους διδασκόμενους. Πολλές φορές μάλιστα είχα διαπιστώσει ότι «εκπρόσωποι» των φοιτητών συμμαχούσαν με τις διοικητικές Αρχές του Πανεπιστημίου προκειμένου να περάσουν τις θέσεις τους. Οι «εκπρόσωποι των φοιτητών» με είχαν πλέον πείσει ότι ενδιαφέρονταν μόνο για εύκολες σπουδές, για πολιτική καριέρα αλλά και για ατομικές λύσεις στα ιδιαίτερα προβλήματα τους. Δυστυχώς, σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, συναντώ πολλούς απ’ αυτούς που τότε κόπτονταν περί της «λαϊκής υγείας» και της «κοινωνικής προσφοράς» του γιατρού να υπηρετούν με πάθος μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα στο χώρο της παροχής υπηρεσιών υγείας………
………. Η τοποθέτησή μου απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: Δεν είμαστε όλοι ίσοι. Δεν είμαστε ίσοι στις ευθύνες, δεν είμαστε ίσοι στα καθήκοντα, δεν είμαστε ίσοι στα δικαιώματα. Για την ποιότητα των γιατρών που παραδίνουμε στην κοινωνία ευθυνόμαστε πρωτίστως εμείς, οι δάσκαλοι τους, συνεπώς εμείς πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι για την ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης, παίρνοντας όμως υπόψη μας όλα τα μηνύματα των φοιτητών, αν υπάρχουν, σε σχέση με την ποιότητα της διδασκαλίας μας, για παράδειγμα, με ανώνυμες απαντήσεις σε προτυποποιημένα ερωτηματολόγια για κάθε έναν από εμάς αλλά και πολλές άλλες μορφές. Εμείς όμως θα αποφασίζουμε πώς θα εξετάζονται οι φοιτητές και ποιο είναι το ελάχιστο των γνώσεων που θα απαιτήσουμε από αυτούς. Αυτές οι απόψεις έφεραν συγκρούσεις……………
…… Όπως εγώ τουλάχιστον τούς φανταζόμουν, αυτοί θα επρόκειτο να αποτελέσουν τους καθηγητές Ιατρικής της νέας γενιάς. Ήθελα «φρέσκα» μυαλά, με γνώση της βασικής επιστήμης, χωρίς προηγούμενες επαγγελματικές υποχρεώσεις, φιλόδοξους και ατίθασους, όχι «νοικοκυράκους» του μελλοντικού νοικοκυριού τούς. Ήθελα φύσει αισιόδοξα άτομα, αφοσιωμένα στη δουλειά, άτομα που έβλεπαν όλο το μέλλον τους μέσα από το πρίσμα μιας ακαδημαϊκής καριέρας. Αυτά τα άτομα δεν είναι δυνατόν να πιεστούν για να «εκτελέσουν» μια ερευνητική εργασία, δεν «εντέλλονται»………….
………….. Υπάρχουν στοιχεία ανησυχητικά, όπως η έκπτωση -σταδιακή, ύπουλη και πολλές φορές αφανής- από τις αρχές μας, η συνεχής φθορά των αξιών μας, την οποία θα ήθελα να αναλύσω στα επόμενα κεφάλαια και πιθανώς να αποτιμήσω στον επίλογο αυτού του βιβλίου. Είναι σημαντικό να αναλύσει κανείς τις δυνάμεις εκείνες που αποσαθρώνουν τα πνευματικά επιτεύγματα μεμονωμένων ανθρώπων και εκφυλίζουν τις αξίες της νέας γενιάς. Νομίζω ότι ένας κύριος λόγος γι΄ αυτή την αποσάθρωση των αξιών είναι η μη θεσμοθέτηση τους από την κρατική εξουσία. Το γεγονός είναι ότι αυτές τίθενται ως αξίες και ως στόχοι για πραγμάτωση από μεμονωμένους ανθρώπους μέσα στην έρημο. Κανείς δεν ελέγχει αν τα πανεπιστημιακά μας ιδρύματα έχουν κάποιους κοινωνικούς στόχους, για παράδειγμα, να αναπτύξουν σύγχρονη τεχνολογία, η οποία θα αποδώσει καινούρια ανταγωνιστικά προϊόντα, ώστε να τονώσει την αγορά και να αυξήσει τις θέσεις εργασίας. Αν υπάρχουν τέτοιοι στόχοι, κανείς δεν ελέγχει αν αυτοί πραγματοποιούνται ή όχι. Κανείς δεν απολογείται γι΄ αυτό …………
Πρυτανικές εκλογές; μια ελληνική ευρεσιτεχνία
(Χ. Μ. Μουτσόπουλος, Λ. Κ. Ρεσβάνης, Λ. Τσούκαλης- Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, 11 Μαΐου 2003)
………. Ακούγεται ωραία η δημοκρατία στα πανεπιστήμια, ακόμη περισσότερο μάλιστα στα δικά μας, που κουβαλούν πολλές τραυματικές εμπειρίες από ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Μόνο που στην πράξη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η δημοκρατία, όπως εφαρμόζεται στα ελληνικά πανεπιστήμια, συμβάλει εν πολλοίς στην απαξίωση τους……….
…….. Η σύνθεση του εκλογικού σώματος οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα στην αναζήτηση του κομματικού χρίσματος από τους υποψήφιους πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις στον κανόνα, αλλά δεν παύουν να είναι εξαιρέσεις. Έτσι, το πανεπιστήμιο ενσωματώνεται βαθμιαία στο πελατειακό μας σύστημα, με όλα του τα δυσάρεστα παρεπόμενα…………
…………. Η πολιτική φιλοδοξία είναι προφανώς απόλυτα θεμιτή. Όταν όμως ο χώρος της ανώτατης παιδείας -και της παιδείας γενικότερα- μετατρέπεται σε κομματικό κλοτσοσκούφι, τότε τα πανεπιστήμια υποφέρουν και υποβαθμίζονται. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι κανένα σοβαρό πανεπιστήμιο της αλλοδαπής δε σκέφτηκε μέχρι σήμερα να εφαρμόσει αυτή την προωθημένη μορφή δημοκρατίας ως προς την εσωτερική λειτουργία και διοίκηση, στην οποία φαίνεται να είμαστε εμείς οι πρωτοπόροι. Περί ελληνικής ευρεσιτεχνίας πρόκειται, που κανένας άλλος δε φαίνεται πρόθυμος να αντιγράψει…………..
……… Η συστηματική αξιολόγηση του πανεπιστημιακού έργου παραμένει ακόμη όνειρο απατηλό, «η ήρα με το στάρι» συνυπάρχουν, γιατί κανένας δεν τολμάει να γίνει δυσάρεστος (άλλωστε δημοκρατία για τους πολλούς σημαίνει ότι ο καθένας κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ελέγχεται ή να αξιολογείται), ενώ η ανέλιξη στις πανεπιστημιακές βαθμίδες αποκτά ολοένα και περισσότερο δημοσιοϋπαλληλικό χαρακτήρα, όπως ορίζεται στην καθημερινή λειτουργία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Οι χώροι εργασίας είναι συνήθως δυσάρεστοι έως απαράδεκτοι και παντελώς ανυπεράσπιστοι στα ορμέμφυτα και τα ψυχοπαθολογικά προβλήματα του οποιουδήποτε…………
…………. Η περίφημη αυτονομία περιορίζεται μάλλον στους τύπους και δυστυχώς φαίνεται ότι ένας σημαντικός αριθμός διδασκόντων δεν επιθυμεί την ουσιαστική αυτονομία των πανεπιστημίων. Η εξήγηση είναι μάλλον απλή. Η αυτονομία συνεπάγεται αξιολόγηση και ανταγωνισμό, που συνήθως έρχονται σε αντίθεση με το βόλεμα, ενώ το πελατειακό κράτος ανταμείβει διαφορετικού είδους δεξιότητες.
……….. Τα πανεπιστήμια παράγουν ένα πολύ σημαντικό δημόσιο αγαθό και χρηματοδοτούνται από το φορολογούμενο πολίτη αυτής της χώρας. Αποτελεί, λοιπόν, ευθύνη και χρέος της πολιτείας να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη σωστή λειτουργία τους. Εκσυγχρονισμός σημαίνει τομές και ρήξεις με κατεστημένα και συντεχνιακά συμφέροντα. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν είχαμε πολλές ενδείξεις ότι η πολιτεία ενδιαφέρεται για έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της ανώτατης παιδείας. Δε θα έπρεπε;……..
Κατάληψη, μια σύγχρονη διεργασία εκπαίδευσης νέων γιατρών
(Χ. Μ. Μουτσόπουλος, Χ. Σ. Ρούσσος – Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, 4 Ιουνίου 2006)
Σκοπός της Ιατρικής Σχολής είναι η δημιουργία ικανών τεχνιτών και επιστημόνων, αλλά και λειτουργών με υψηλή ευαισθησία και υπευθυνότητα στη συμπαράσταση του πάσχοντος και στην απάλειψη του ανθρώπινου πόνου.
Στις ιατρικές σχολές μας, όμως, φαίνεται ότι αυτά δε διδάσκονται επαρκώς. Οι φοιτητές μας, για σοβαρούς λόγους, όπως αυτοί πιστεύουν, επέλεξαν την αναστολή σημαντικού μέρους της λειτουργίας της Ιατρικής Σχολής, «καταλαμβάνοντας» τα κτίρια διδασκαλίας και εργαστηρίων στην περιοχή Γουδί. Τέσσερις εβδομάδες τώρα τα μέλη του διδακτικού προσωπικού των παραπάνω τμημάτων περιφέρονται χωρίς να επιτελούν το διδακτικό και ερευνητικό τους έργο. Δυστυχώς, η διοίκηση της Σχολής παρακολουθεί άβουλη τις εξελίξεις και αποδέχεται σιωπηλά την καταρράκωση του δικαιώματος του προσωπικού για εργασία. Το πιο τραγικό είναι ότι η Σχολή αποφασίζει να διενεργηθούν εξετάσεις, ενώ η κατάληψη συνεχίζεται, ώστε να μη χαθεί η εξεταστική περίοδος. Η ύλη που δε διδάχτηκε ένα μήνα τώρα πώς θα εξεταστεί άραγε; Μήπως αποφάσεις σαν αυτές αποτελούν έμμεση ομολογία όχι η διδασκαλία είναι περιττή και η απόκτηση πτυχίου μπορεί να συντελεστεί σε μια σχολή που έχει καταντήσει εξεταστικό κέντρο; Τέτοια πανεπιστήμια θέλουν οι φοιτητές μας; Πού είναι τα οράματα για πανεπιστήμια-κοιτίδες έρευνας, διδασκαλίας και έμπνευσης της νέας γενιάς; Η διοίκηση της Σχολής θα πρέπει να γνωρίζει ότι αποφάσεις σαν κι αυτές είναι επικίνδυνες, διότι: α) παραβλέπουν την ανάγκη της διδασκαλίας ως προϋπόθεση για γνώση και β) διαπαιδαγωγούν λανθασμένα τους φοιτητές και τους οδηγούν στην εσφαλμένη εντύπωση ότι όλα μπορούν να κερδηθούν χωρίς αντίτιμο.
Οι φοιτητές μας διατρανώνουν ότι κάνουν κατάληψη κάνοντας χρήση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το πανεπιστήμιο, όμως, ανήκει σε όλους όσοι εργάζονται σε αυτό και πάνω από όλα ανήκει στον ελληνικό λαό. Κανείς δεν μπορεί να αναστέλλει τη λειτουργία του εκβιαστικά και μάλιστα στο όνομα του πανεπιστημιακού ασύλου. Το πανεπιστημιακό άσυλο καθιερώθηκε για να διασφαλίσει την ελευθερία της σκέψης, την ανεμπόδιστη έκφραση απόψεων και την ανεπηρέαστη από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις παραγωγή νέας γνώσης. Με την κατάληψη, οι φοιτητές καταλύουν κάθε έννοια δημοκρατικής λειτουργίας του πανεπιστημίου και στην ουσία καταλύουν οι ίδιοι το άσυλο, ενώ πιθανώς και άθελα τους υπηρετούν άλλα συμφέροντα. Η κατάληψη αποτελεί την πιο ακραία μορφή βίας προς τα άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που επιχειρούν καθημερινά να ασκήσουν τα καθήκοντα τους. Αυτή η βία σε καιρούς δημοκρατίας είναι τελείως αδόκιμη. Φανταστείτε τι θα γινόταν αν στο όνομα του ασύλου και τα μέλη του διδακτικού προσωπικού «καταλάμβαναν» τα γραφεία τους και αρνούνταν τον εξοστρακισμό τους από τους φοιτητές. Ποιο θεσμικό πλαίσιο ή ποια πανεπιστημιακή διοίκηση θα έδινε διέξοδο σε αυτή τη σύγκρουση; Ακόμη περισσότερο, ποια ψυχική επαφή μπορούμε να έχουμε με τους φοιτητές μας όταν τη μια μέρα συζητούμε φιλικά στο αμφιθέατρο και την άλλη μέρα μας πετούν έξω από τα γραφεία μας; Αν θέλουμε την αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου, ώστε αυτό να είναι ανεξάρτητο από τις στενές πιέσεις του πολιτικού ή οικονομικού περιβάλλοντος, πρέπει να μάθουμε και να το διοικούμε, αλλιώς ανοίγουμε μόνοι μας το δρόμο στη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι φοιτητές μας κατέλαβαν την Ιατρική Σχολή επειδή αντιδρούν στη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και επειδή πιστεύουν ότι πρέπει να συνεχίσει να ισχύει ο επαίσχυντος θεσμός της λίστας, δηλαδή της πολυετούς αναμονής για την έναρξη της ειδικότητας των νέων γιατρών, ανεξαρτήτως προσόντων, τα οποία θα έπρεπε να αναδεικνύονται με εξετάσεις. Την ίδια στιγμή όμως οι φοιτητές μας απαιτούν από την πολιτεία να γίνει πιο αυστηρή με τις εξετάσεις αναγνώρισης του πτυχίου γιατρών που εκπαιδεύτηκαν σε χώρες του εξωτερικού, θέλουν να αποφύγουν την αξιολόγηση του εαυτού τους, ενώ την επιβάλλουν στους άλλους. Αυτό αποτελεί θλιβερή συντεχνιακή λογική και όχι πολιτική θέση.
Εντούτοις, πολύ φοβούμεθα ότι οι αντιδράσεις τους αποτελούν κατοπτρικό είδωλο των δικών μας συμπεριφορών. Δυστυχώς, τα συνδικαλιστικά όργανα των διδασκόντων γίνονται σημαιοφόροι του δημοσίου πανεπιστημίου, ενώ αδιαφορούν για την ποιότητα του, τη σύνδεση του με την πρόοδο της κοινωνίας και το μέλλον του. Δεν κατανοούν ότι τα περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού κατέχουν υψηλές θέσεις που αν τις χρησιμοποιήσουν αποδοτικά θα γίνουν μοχλοί της αναγέννησης και της προόδου του κρατικού πανεπιστημίου. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται όλοι να λογοδοτούν και όλοι να αξιολογούνται.
Αντί λοιπόν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι να συζητήσουν διεξοδικά τους μηχανισμούς της αξιολόγησης και να σχεδιάσουν προτάσεις νόμων πριν από το υπουργείο Παιδείας αναλίσκουν τις δυνάμεις τους στη διαμαρτυρία για ανεπαρκή χρηματοδότηση ή και τη χαμηλή μισθοδοσία, αντιδρούν στην αξιολόγηση τους και διαρρηγνύουν τα ιμάτια ιούς, εναντιούμενοι στη δημιουργία μη κρατικού, μη κερδοσκοπικού πανεπιστημίου. 0ι διοικητικές δε Αρχές του πανεπιστημίου φαίνεται να παρατηρούν το φαινόμενο μη δυνάμενες να παρέμβουν, επειδή η εκλογή τους είναι προϊόν συναλλαγής με τους φοιτητές και τα υπόλοιπα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Πολύ φοβούμεθα όμως ότι με τη στάση τους συντελούν στην απαξίωση αυτού που απέμεινε από το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Πιστεύουμε ότι είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα με σοβαρότητα. Η παιδεία μας δε θα πρέπει να είναι αρένα κομματικής αντιπαράθεσης. Το θέμα είναι εθνικό. Αφορά το μέλλον και την ευποιία των νεότερων γενεών. Ως μονάδες της πανεπιστημιακής κοινότητας, βλέπουμε με πόνο τους φοιτητές μας, αντί να είναι αφοσιωμένοι στο λειτούργημα, να μετατρέπονται σε άμισθους φύλακες ερημωμένων κτιρίων. Παίρνουμε πολύ τον κατήφορο – κάτι πρέπει να γίνει.
Νεποτισμός: τροχοπέδη στην ανάπτυξη του πανεπιστημίου
(Βήμα, 14 Ιανουαρίου 2007)
Προ τριακονταετίας, ο ελληνικός λαός αποφάσισε την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Αποφάσισε δηλαδή την εκπροσώπηση του από δημοκρατικά εκλεγμένους πολίτες και αρνήθηκε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας από τους κληρονόμους-πρίγκιπες του εκάστοτε Βασιλέα
Ωστόσο, τα 100 χρόνια μοναρχίας φαίνεται ότι έχουν χαράξει βαθιά στη συνείδηση των Ελλήνων την πεποίθηση ότι δε μεταδίδεται κληρονομικά μόνο το «διοικείν» αλλά και το «καταλαμβάνειν» υψηλές θέσεις, όπως οι βουλευτικές ή οι καθηγητικές στο πανεπιστήμιο. Είναι βέβαια εύκολα κατανοητό ότι ο πατέρας γιατρός, π.χ., μπορεί να μεταλαμπαδεύσει τις ομορφιές και τις προκλήσεις του ιατρικού λειτουργήματος στα παιδιά του. Από την άλλη όμως πλευρά, δύσκολο να αποδεχτεί κανείς τις μεθοδεύσεις στις κατά τα άλλα «δημοκρατικές διαδικασίες» με τις οποίες εγκαθίστανται οι εκάστοτε κληρονόμοι των εν ενεργεία ή και αποστρατεία καθηγητών στο πανεπιστήμιο. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα οι γόνοι των ανθρώπων αυτών να έχουν τύχει καλύτερης παιδείας και εν γένει προετοιμασίας για την κατάληψη υψηλών θέσεων. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι θέσεις καταλαμβάνονται με ειδικό τρόπο, με φωτογραφικές προκηρύξεις θέσεων και με «κατά περίπτωση επιλεγμένες εισηγητικές επιτροπές», που αποκλείουν ικανότερους επιστήμονες, που όμως δεν έλκουν την καταγωγή τους από «ευγενείς»……..
………. Ποιο είναι όμως το ποσοστό των γόνων γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, δημοσίων υπαλλήλων, αγροτών, επιχειρηματιών ή εμπόρων που υπηρετούν στη Σχολή ως μέλη ΔΕΠ; Για το σκοπό αυτό δόθηκε ερωτηματολόγιο σε μέλη ΔΕΠ τριών κλινικών ή εργαστηρίων της Ιατρικής Σχολής προκειμένου να διευκρινιστεί το επάγγελμα των γονέων τους. ……….
Με βάση όσα προαναφέραμε και λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό αριθμό γονέων ατόμων {από 200.000 έως 800.000) που υπηρετούν στους προαναφερθέντες επαγγελματικούς τομείς, συνάγεται όχι η πιθανότητα το παιδί ενός αγρότη, δημοσίου υπαλλήλου ή επιστήμονα να εργαστεί ως μέλος ΔΕΠ στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κυμαίνεται από 3/10.000 (0,03%) έως 3/100.000 (0,003%). Αντίθετα, ο συγγενής καθηγητή της Ιατρικής Σχολής έχει πιθανότητα να εργαστεί ως μέλος ΔΕΠ στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών 55%! (Σημείωση Σύνταξης: στην περίπτωση όμως που έχεις πατέρα, θείο ή παππού Πρωθυπουργό η πιθανότητα του να γίνεις Πρωθυπουργός εγγίζει στο 90% –95%). Παρά την κακή αυτή παράδοση, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην Ιατρική Σχολή Αθηνών υπάρχουν και εστίες αριστείας, που επιτρέπουν σε παιδιά «μη ευγενούς» καταγωγής να προσφέρουν υψηλό ακαδημαϊκό έργο, αποδεκτό από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.