«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», «Η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της» & πολλά άλλα τέτοια τινά.
Ρήσεις λογίων & μη, ποιητών, ρήσεις οξύμωρες & αντιφατικές, γνωστές σε όλους τους Έλληνες, ερμηνευμένες & παρερμηνευμένες κατά το δοκούν!
Κάτι καλό αναδεικνύεται από την τρέχουσα κρίση: Η απο-ενοχοποίηση των λέξεων Πατρίς & Ελλάς, που –συχνά- παραπλανητικά & επίμονα επιχειρείται να περνάει ως Σωβινισμός, όταν, απλά, είναι μόνον οι Ρίζες μας.
Οι νέοι –ηλικιακά- Έλληνες που, σε απόγνωση, θυμωμένοι & τρομαγμένοι θέλουν να μεταναστεύσουν -όπου Γης- από τη θέαση της ανεργίας χωρίς σταματημό και οι άλλοι, οι νυν Έλληνες-μετανάστες από χρόνια, οι λεγόμενοι & Απόδημοι Ομογενείς, που ουσιαστικά δεν “έφυγαν” ποτέ, αλλά και χωρίς σχεδόν ποτέ να μπορούν και να “γυρίσουν”, διχασμένοι, όντες, υπαρξιακά από την πολύχρονη απουσία του ζην στη χώρα τους, κοιτάζονται τώρα αντικριστά!
Φαινόμενο διπλής όψεως & οπωσδήποτε πονεμένο έως τραγικό, εκατέρωθεν.
Για τους δεύτερους, γνωρίζω και προσωπικά αυτήν την αίσθηση του υπαρξιακού διχασμού, έχοντας ζήσει κι εγώ δεκαετία & βάλε στα “ξένα”, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Ξένα που με κάνανε δικιά τους και το δίλημμα επιστροφής, η, όχι, εξόχως βασανιστικό, διότι, η δεύτερη –θετή- Πατρίδα δεν είναι απαραίτητα & πάντα κακιά μητριά, αλλά συχνά –πέτρινα χρόνια του 1967 με σπουδές σε εξέλιξη και χωρίς φράγκο στη τσέπη- στοργική αγκαλιά πιο ζεστή, τότε, και από αυτή της φυσικής μάνας!
Όμως, όπως και να το κάνουμε, το αίμα νερό δεν γίνεται, πατρίδα μας & μάνα μας είναι πρώτα η βιολογική, αφού η ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ & η ΤΡΟΦΟΣ μας.
Και έτσι, νίκησε η επιστροφή μου για την οποίαν δεν μετάνιωσα ποτέ, έχοντας πάντα & συνέχεια δυό μάνες, δυό πατρίδες, από μία στο κάθε χέρι, Ελλάδα & Ιταλία, Ιταλία & Ελλάδα, συμφιλιωμένες και όχι ανταγωνιστικές, να με κρατάνε, να με τρέφουν, αλλά και να με πληγώνουν μαζί!
ΜΑΖΙ, λέξη ενωτική στην πεμπτουσία της, αλλά, ενίοτε και ετεροβαρής στην καθ’ ημέραν πράξη. Λέξη -θα έλεγα- κατ’ εξοχήν βιωματική και στις δύο εκδοχές της, κάθε ώρα & στιγμή.
Απογευματάκι κι αυτές οι σκέψεις με ταξιδεύουν στην, καλώς εννοουμένη εδώ, ατμόσφαιρα “διαπλοκής” παρελθόντος & παρόντος και τανάπαλιν.
Η κρίση, που ασφαλώς, αλλά και “ευτυχώς”, δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά, κυρίως & πρωτίστως, κρίση αρχών και αξιών του “βίου & της πολιτείας μας” προσωπικού & κοινωνικού, και που χρήζει εξαγνισμού, επαναπροσδιορισμού & αναγεννήσεως, είναι μόνον το άλλοθι γι’ αυτές τις μύχιες αράδες μου.
Αφορμή, τα πλείστα όσα ενδιαφέροντα & πολύ θερμά είδα, άκουσα και διάβασα σε έντυπα & διαδίκτυο για την παρουσίαση & κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου: «il ragazzo di Jάnina » (Ελληνιστί: «Το παιδί από τα Γιάννινα ») παιδί, που, τυχαίνει να γνωρίζω από παιδί κι εγώ και να έχω από αυτό –ωσάν τις πρώτες αχνές μνήμες- την αίσθηση, τού να με κοιτάει τρυφερά, να με κρατάει σφιχτά & προστατευτικά μην του φύγω και με τη μάνα μας από κοντά, άγρυπνη αλλά & σίγουρη, ότι δεν θα με αφήσουν ποτέ τα παιδικά του χέρια να χαθώ -τον αδερφό μου Λεωνίδα.
Ένα βιβλίο που -στο περιθώριο & διακριτικά- ακολούθησα σχεδόν βήμα-βήμα τη γραφή του, και, συγχωρέστε με, δεν είναι έπαρση, ούτε διαφήμιση, κοινώς πλασάρισμα –είμαι άλλωστε τόσο αδέξια σε αυτά, ειδικά στο δεύτερο- αλλά μόνον υπερβάλλουσα, ίσως, ανάγκη, συγκίνηση και περηφάνια που θέλω να αποτυπώσω στο χαρτί για να μην τα χάσω, παραφράζοντας λίγο τον μεγάλο αγαπημένο, τον Ν. Καζαντζάκη.
Ευτυχία Μιχέλη
Αθήνα, Δεκέμβριος 2011