Αδάμ: “Από το χωριό μου. Ο Λάζαρος, Η Λαμπρή, Η Πρωτομαγιά.”
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου, Ιωάννινα 2008, σελ. 29.
(Σειρά Μνημοσύνη, τχ. 23, επιμέλεια Κώστας Π. Βλάχος).
Με θέλγουν η επιμονή και η συνέχεια. Ιδιαίτερα όταν είναι ασυντρόφευτες από τη θορυβώδη προβολή και το κέρδος και έχουν ουσιώδη στόχο. Τέτοιας λογής συνεχές και επίμονο έργο είναι η μικροσκοπική “Σειρά Μνημοσύνη”, που επιμελείται ο ποιητής και φιλόλογος Κώστας Π. Βλάχος, αμετακίνητος κάτοικος Ιωαννίνων. Τα κομψά τομίδια της σειράς, με πολλή φροντίδα τυπωμένα, υπηρετούν έναν αποκλειστικά σκοπό: Να υπενθυμίζουν συγγραφείς της Ηπείρου, εν πολλοίς λησμονημένους, με κείμενά τους, ακόμη πιο λησμονημένα, αλλά καθόλου του πεταμάτου.
Οι συγγραφείς που περιλαμβάνει η σειρά -Κώστας Κρυστάλλης, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Κώστας Καλαντζής, Κίμων Τζάλλας, Φρίξος Τζιόβας, Γ. Δ. Χατζής – Πελλερέν κ.ά.- δεν ανήκουν στην κλάση των μεγάλων Ελλήνων διηγηματογράφων του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, εντούτοις στις σελίδες των ανθολογούμενων από τον Κ. Π. Βλάχο κειμένων τους ούτε η γραφή ούτε οι άνθρωποι και οι τόποι της Ηπείρου κακοπαθούν. Αν δεν είναι μεγάλα μνημεία του λόγου, είναι όμως γεννήματα μεγάλης αγάπης. Δεν θυμάμαι να διάβασα κανένα τεύχος της σειράς με τη δυσφορία που συχνά νιώθω, διαβάζοντας σημερινά διηγήματα, γραμμένα με την τεχνική και τα συγγραφικά τερτίπια των ημερών μας. Υπάρχει σ’ αυτούς τους παλαιότερους -κάποτε και σύγχρονούς μας, όπως η ωραιότατη “Κυρα-Πολυξένη η οσία”, προτελευταίο τεύχος της σειράς- Ηπειρώτες συγγραφείς ένας αέρας ειλικρίνειας, ευγένειας απερίκομψης και βαθιάς επαφής με την ηπειρωτική γη, αρετές κληροδοτημένες και στη διηγηματογραφία του Χριστόφορου Μηλιώνη.
Ο συγγραφέας των τριών σύντομων διηγημάτων του τελευταίου τεύχους, ο Βασίλειος Αδαμίδης, που έγραφε με το ψευδώνυμο Αδάμ, μου ήταν εντελώς άγνωστος, για τούτο και δεν τον διάβασα αμέσως. Ο Γρ. Ξενόπουλος πάντως τον εκτιμούσε, όπως πληροφορούμαι από τον βραχύ αλλά κατατοπιστικό πρόλογο του επιμελητή. Ο Φρίξος Τζιόβας μάλιστα κρίνει πως το βιβλίο “Από το χωριό μου”, στο οποίο ανήκουν τα τρία διηγήματα, γραμμένα για παιδιά, “στέκει άνετα πλάι στα Ψηλά Βουνά” του Ζ. Παπαντωνίου.
Το πρώτο “Ο Λάζαρος” έχει πέντε αράδες εκπληκτικές, που ανακρατούν όλο το διήγημα. Μια ομάδα μαθητούδια αποφασίζουν να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου και στο γύφτο του χωριού, πράγμα ασυνήθιστο. Λένε, λοιπόν, παινέματα για τον γύφτο, τη γύφτισσα και τη γυφτοπούλα. Ο γύφτος τους ακούει “μαρμαρωμένος με το στόμα ανοιχτό και τη βαριά στον ώμο”, η γύφτισσα “σαν ξεχασμένη”. Ο αφηγητής: “…όταν βλέπουμε και βγαίνει από το καλύβι η γυφτόνυφη, που είχε τον άντρα της σε ένα κοντινό ταξίδι, με μια ποδιά γεμάτη από καρύδια, σταφίδες, μουστόπιτες, λιασμένα κεράσια, σούρβα, κράνα, και τι δεν είχε μέσα; Μας γέμισε ένα καλάθι”.
Όσο και αν τα παιδιά αναποδογυρίζουν στο τέλος τα πράγματα, η χειρονομία της γυφτόνυφης, μου έφερε στο νου τον Μάχτο της Παπαδιαμαντικής “Γυφτοπούλας”, προπάντων όμως το έξοχο διήγημα του Χριστόφορου Μηλιώνη “Ένας είναι ο θεός”.
Ελπίζω ότι δεν θα αποκάμει να ανθολογεί και να προλογίζει ο Κ. Π. Βλάχος τους πεζογράφους της πατρίδας του, γνωστούς και άγνωστους.
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Καθημερινή (30.9.2008)