Συσκευή σαλεπιτζή. Μεγάλο χάλκινο σαμοβάρι.
Απ’ την οδό Χριστοβασίλη υπήρχε μία πλαϊνή είσοδος (πρόσβαση κακοσχηματισμένη θα λέγαμε και αδιαμόρφωτη) στην αυλή του παλαιού «Ρουμανικού», όπου στεγαζόταν εκείνα τα χρόνια το γυμνάσιο της Ζωσιμαίας Σχολής, στα Γιάννινα φυσικά.
Εκεί στεκόταν διάφοροι μικροπωλητές πρόθυμοι με την πραμάτεια τους να καλύψουν τις ανάγκες και να ικανοποιήσουν τις απ’ τα πράγματα λιτές και περιορισμένες, κυρίως γαστριμαργικές, επιθυμίες μας σαν μαθητών.
Το πενιχρό χαρτζιλίκι, που πολλές φορές δεν υπήρχε καν, επέτρεπε την πρόσβαση είτε προς το κοφίνι με τα κάστανα, είτε στο ταψί με το σάμαλι και τα κουλούρια, είτε τέλος, μετά του Ευαγγελισμού, στο καρότσι του παγωτατζή.
Αυτό το τελευταίο μετέφερε ένα δοχείο μεταλλικό με καπάκι όπου ήταν τοποθετημένο το χειροποίητο παγωτό. Υπήρχαν σε μια θήκη δίπλα κάτι μικρά πλακίδια σαν γκοφρέτες για το αποκαλούμενο κασάτο και μικρά χωνάκια για πιο περιορισμένες ποσοτικά και οικονομικά απαιτήσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σημερινά χωνιά του παγωτού συγκρινόμενα με εκείνης της εποχής δημιουργούν την εικόνα της πιθανολογούμενης διαφοράς σωματικού μεγέθους του Γολιάθ προς τον Δαυίδ και βάλε. Για το «κασάτο» ο παγωτατζής χρησιμοποιούσε μια πρωτότυπης κατασκευής τενεκεδένια φορμίτσα που καθόριζε την δόση του παγωτού, ίση με ένα σπιρτόκουτο και κάτι. Το γλείφαμε σιγά σιγά για να «φτουρήσει».
Ο καστανάς του σχολείου, το χειμώνα αυτός, δεν είχε φουφού με ψημένα κάστανα, όπως ο καστανάς μπροστά από το μισογκρεμισμένο ακόμη Διοικητήριο όπου επίσης ψηνόταν και καλαμπόκια (ρόκες), αλλά βρασμένα μέσα σε μια φαρδιά κόφα και τυλιγμένα με τσουβάλι, που κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, αδικαιολόγητο σε μένα, διατηρούνταν ζεστά. Ανάλογη ήταν και η φωναχτή διαφήμιση «– καιν’ κι βράζουν μουστερή φωνάζουν».
Στο ίδιο μέρος σπάνια εμφανιζόταν ένας γραφικός ψιλόλιγνος γέρος που πουλούσε τη μέντα «μέντα μυρωδάτη και γαρύφαλλο γεμάτη». Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η παρουσία και ο τρόπος διάθεσης αυτού του περίεργου κατασκευάσματος που δεν ξανασυνάντησα πουθενά αλλού να κυκλοφορεί σ’ όλη μου τη ζωή. Ήταν λοιπόν ένα προϊόν, κάτι μεταξύ καραμέλας και μαστίχας, εύπλαστο που πλεκόταν σ’ ένα μακρύ κοντάρι και δημιουργούσε μία εικόνα μεγέθυνσης του ιατρικού σήματος (ενός φιδιού που είναι τυλιγμένο σε ένα ραβδί). Για να μην σκονίζεται η όλη κατασκευή περιβαλλόταν προστατευτικά από ένα διαφανή κύλινδρο παρόμοιο με τα καλύμματα των θερμοκηπίων. Με αυτό το τεράστιο κοντάριστην πλάτη περιφερόταν ο γνωστός αυτός τύπος των Ιωαννίνων σε όλη την πόλη και τύχαινε να τον συναντήσεις στις πιο απίθανες γειτονιές να αίρει στον ώμο του την δυσκολομετάφερτη πραμάτεια του σαν άλλος Σίμων ο Κυρηναίος!
Υπήρχε επίσης ο πλανόδιος σαλεπιτζής που μέσα στο κρύο και την ομίχλη γύριζε στα σοκάκια της πόλης ζωσμένος με μία ειδική θήκη ποτηριών στη μέση πάνω απ’ την ποδιά του και κρατώντας το δοχείο με το ασυνήθιστο αυτό αφέψημα (το βρίσκει κανείς παντού στους δρόμους της Πόλης), και τα άλλα σύνεργα, προσέφερε ένα τονωτικό και θερμαντικό παχύρρευστο ρόφημα. Πριν καλοφέξει η μέρα ακουγόταν βαθειά η φωνή του «Σααλέπ….βράζει!».
Προς το καλοκαίρι πριν τελειώσει το σχολείο έκαναν την εμφάνισή τους κάποια αναψυκτικά (πορτοκαλάδες, λεμονάδες και.. μπυράλ!) μέσα στον πάγο, τόσο στην αυλή όσο και στο Στάδιο, όπου γινόταν οι προετοιμασίες για τις γυμναστικές επιδείξεις και τους σχολικούς αγώνες.
Στο καινούργιο κτήριο της Ζωσιμαίας , ήταν φραγμένο γύρω – γύρω, δεν θυμάμαι να υπήρχαν αντίστοιχοι μικροπωλητές κι έχω μια σχετική απορία εκτός αν δεν με βοηθάει η μνήμη μου. Μακριά τώρα από το Γυμνάσιο, τις ελεύθερες ώρες, τα λιγοστά εδέσματα που μπορούσες να δοκιμάσεις ήταν εκτός από τις «πάστες», τα γλυκά ταψιού, μπουγάτσες, τουλούμπες και λοιπά είδη ζαχαροπλαστικής.
Πολλές πάστες ήταν ένα ψωμοειδές κατασκεύασμα (παντεσπάνι ας πούμε) με υπερυψωμένη ποσότητα σαντιγύ που θύμιζε τον αφρό ξυρίσματος στο μπαρμπέρικο. Ακόμα δεν είχε ανοίξει το «ΔΙΕΘΝΕΣ», πολύ περισσότερο τα νέα μοντέρνα ζαχαροπλαστεία και οι απαιτητικοί περίμεναν υπομονετικά να αδειάσει κάποιο από τα δύο τρία τραπεζάκια του ζαχαροπλαστείου των αδελφών Ευαγγέλου κάτω απ’ το ξενοδοχείο «Ίλιον Παλλάς».
Η βόλτα στην πλατεία συνεχιζόταν κανονικά ακόμα και με τη βροχή, ειδικά τις Κυριακές μέχρι να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος του ρολογιού της που μας υπενθύμιζε ότι ήταν καιρός να συμμαζευτούμε.
Φεύγοντας, αν είχε μείνει κάποιο χιλιάρικο (εκείνης της εποχής) ή κάποιες δραχμές αργότερα, περνούσαμε απ’ τον κοκορετσά απέναντι απ’ το Ταχυδρομείο και μας έδινε πάνω σ’ ‘ένα λαδόχαρτο κάποιο τεμάχιο κοκορέτσι ή σπλινάντερο ακολουθώντας μία διαδικασία περίπου ιεροτελεστίας από το κόψιμο, ως το πασπάλισμα με το ιδιότυπο εκείνο μείγμα αλατιού, πιπεριού, ρίγανης και δεν ξέρω τι άλλο, που το καθιστούσε, καθώς πεινούσαμε κιόλας, παρόμοιο με την αρχαία αμβροσία.
Να μην ξεχάσουμε τέλος και τα συγκυριακά προσφερόμενα στα πανηγύρια και κυρίως στην Εμποροπανήγυρη (μαλλί της γριάς, κόκκινα μηλαράκια ή κοκοράκια, σαπουνέ χαλβά στο ταψί Τρικαλινό και άλλα). Από την Όαση, τον Μαλάμο, τον Κουραμπά, την κυρά Φροσύνη, τον Τανεκέ όπου προσφερόταν αναψυκτικά, γλυκό του κουταλιού και ούζο (τσίπουρο μόνο στο σπίτι υπήρχε ), αλλά και από τους θερινούς κινηματογράφους «’Εσπερο», «Ορφέα», «Τιτάνια» και αργότερα «Παλλάδιο», περνούσαν πωλητές ξηρών καρπών με προεξάρχοντες τους Στεφανάκη και Αντώνη, κύριο δε προϊόν τα αράπικα φυστίκια, ακαθάριστα πολλές φορές με το τσόφλι.
Αυτά λίγο πού ήταν ότι προσφερόταν σαν «κεράσματα» με φειδώ σε αραιά σχετικά διαστήματα, χωρίς να υπάρχει καμία σύγκριση και αντιστοιχία με την προκλητική σημερινή αφθονία και υπερκατανάλωση.
Βέβαια κατά βάση υπήρχαν μόνιμα στα περισσότερα σπίτια με την ασταμάτητη φροντίδα της μητέρας και της κάθε νοικοκυράς τα σπιτικά φαγητά και γλυκά που στη μνήμη μας τουλάχιστον φαντάζουν σαν αναντικατάστατα. Τότε ασφαλώς ήταν αδιανόητα τα σημερινά παρατράγουδα και με το θέμα της ποιότητας και της προέλευσης ή συντήρησης των τροφών. Όμως ας μην επεκταθούμε στα σύγχρονα προβλήματα υγιεινής διατροφής, από αλλού ξεκινήσαμε κι’ ας μείνουμε στο μοτίβο της αναπόλησης.
Οι φωτογραφίες είναι από την έκδοση του Ριζαρείου Ιδρύματος και του ιδρύματος Σταύρου Σ. Νιάρχου «1900-1960 Η Ελλάδα του μόχθου, Συλλογή Νίκου Πολίτη».
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ.
Ο αείμνηστος Κώστας Πύρρος ήταν Δικηγόρος απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής της τάξης που αποφοίτησε το 1960. Διατέλεσε Διευθυντής του περιοδικού ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ από το 30ο μέχρι το 44ο τεύχος.