Λαμπρινή Μπενάτση, Ιστορικός Τέχνης, ΜΑ, Επιμελήτρια της έκθεσης
Τον περασμένο Σεπτέμβριο οργανώθηκε στα Γιάννενα μια μεγάλη έκθεση νέων εικαστικών καλλιτεχνών. Η έκθεση οργανώθηκε από το Σύλλογο αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων και φιλοξενήθηκε στην αίθουσα «Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι Πνεύμα και Τέχνη συναντήθηκαν επιτυχώς στο κτίριο της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Στη διοργάνωση αυτή συνεργάστηκαν και τα Αγαθοεργά Καταστήματα. Η όλη δραστηριότητα εντάχθηκε στο πλαίσιο «Ζωσιμάδων Δράσεις» που ξεκίνησε στα Γιάννενα το 2000.
Τα έργα που εκτέθηκαν στο κοινό ήταν διάφορα και οι τεχνοτροπίες πολλές. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν μόνα τα κλασικά λάδια, τα ακρυλικά χρώματα, το μολύβι και το πενάκι. Υλικά όπως το μέταλλο, το χαρτόνι, η ζελατίνα, το νοβοπάν, χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για τα έργα.
Ειδικότερα διαπιστώσαμε ότι ο καθένας από τους 25 καλλιτέχνες δουλεύει το έργο του με ένα δικό του τρόπο.
Οι δύο από τους πέντε γλύπτες, ο Λισγάρας και η Νουτσοπούλου, δουλεύουν σκληρά υλικά όπως το μέταλλο. Ο Λισγάρας κινείται πάνω στη θεωρία ότι οι φιγούρες δεν αποτελούν σύμβολα εικόνων, αλλά συγκεκριμένες φόρμες των οποίων μπορεί να μελετηθεί η δομή και η συμπεριφορά. Αν θέλαμε να μιλήσουμε σχηματικά για το έργο του Λισγάρα θα λέγαμε ότι από τη γραμμή οδηγείται στο επίπεδο για να φτάσει τελικά στον όγκο, που είναι και ο απώτερος στόχος του. Η Νουτσοπούλου κάνει χρήση γεωμετρικών σχημάτων, τρίγωνο και κύκλο, και τα συνδυάζει με τη γραμμή. Τα γεωμετρικά όμως σχήματα δεν χρησιμοποιούνται με την καθαρή γεωμετρική τους έννοια, αλλά ως γεωμετρικά φαινόμενα, τα οποία, καθώς εξελίσσονται στο χρόνο, οριοθετούν πια το είναι του χώρου. Η Νουτσοπούλου καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύχρωμη σύνθεση παρόλο που χρησιμοποιεί μόνο κόκκινο, μπλε και μαύρο χρώμα.
Η Ξένια Χαρίτωνος και η Βενέτη Κωνσταντίνα κινούνται στη ζωγραφική των χρωματικών πεδίων. Πετυχαίνουν εκπληκτικά με τα έργα τους τη μετάβαση από τον πίνακα – παράθυρο στον πίνακα – πεδίο. Η Χαρίτωνος δουλεύει τον πίνακα με μεγάλες γρήγορες πινελιές, σε μονόχρωμους τόνους, ενώ η αντίθετα Βενέτη σε πολύχρωμους. Και οι δύο επεκτείνουν τον πίνακα στο άπειρο και καταφέρνουν να καλύψουν ολόκληρο το οπτικό πεδίο του θεατή.
Η γλύπτρια Δερέκα δουλεύει με δύο απλά όσο και δύσκολα υλικά, το πανί και την κόλλα, τα οποία τοποθετεί πάνω σε ένα μεγάλων διαστάσεων τελάρο. Η επιλογή του λευκού χρώματος και ο τρόπος με τον οποίο η Δερέκα δουλεύει το πανί καταφέρνουν να κάνουν την ύλη να υποχωρήσει από τον αρχικό της ρόλο. Η ύλη, το πανί δηλαδή, δίνει τη θέση της στη μορφή, η οποία παράγεται από την πτυχολογία του υλικού• βγαίνει έξω από τα όρια του τελάρου, και καλεί το θεατή να την ανακαλύψει. Έτσι ο θεατής δεν είναι απλός παρατηρητής, αλλά γίνεται συμμέτοχος και εν τέλει μέρος του έργου.
Οι Παπαδοπούλου Ναταλία, Ανδρέου Κατερίνα, Θεοδώρου Ανδρέας, Χαρτζή Καρολίνα, Τζουμπέ Χριστίνα, Εμμανουήλ Μάνος, Παπαϊωάννου Αριάδνη, Τάτση Έλσα, Βάσσης Δημήτριος, Ιατρού Ελπίδα και Ματσούκας Παναγιώτης, χρησιμοποιούν κλασικά υλικά, ακρυλικά, πενάκι, ακουαρέλα, μολύβι, και λάδι. Οι πρώτοι χρησιμοποιούν το ακρυλικό και αποδίδουν πότε ένα ρεαλιστικό και πότε μη ρεαλιστικό περιεχόμενο. Ο Ματσούκας χρησιμοποιεί το λάδι. Οι πίνακες του είναι ρεαλιστικοί και έχουν ανάγλυφη υφή. Αυτό πετυχαίνεται λόγω της παχιάς και πηχτής πινελιάς.
Η Παππά Βασιλική αποδίδει ένα καθημερινό θέμα, μια καθιστή γυναικεία μορφή, προσπαθώντας να δώσει έμφαση στο στιγμιαίο. Κάνει χρήση έντονων χρωμάτων, τα οποία δουλεύονται γρήγορα και τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει να αποδώσει την εντύπωση της σκιάς, χωρίς να κάνει χρήση σκούρων τόνων.
Η Βέργου Ελευθερία εμπνέεται από την επικαιρότητα και ζωγραφίζει ένα δέντρο που καίγεται. Τεχνοτροπικά το έργο αποδίδεται με πλατιές πινελιές. Χρησιμοποιεί μεγάλες χρωματικές ενότητες και καθαρούς τόνους.
Ο Καλογήρου επιλέγει να αποδώσει το έργο με τρόπο τόσο χρωματικά όσο και τεχνοτροπικά έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται για Ιαπωνικά χαρακτικά. Παρόλο που ο Καλογήρου δημιουργεί τρεις αυτοτελείς πίνακες, το τελικό αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση ενός τρίπτυχου.
Οι γλύπτριες Γούση Δήμητρα, και Γιαννέτα Ασπασία καθώς και οι ζωγράφοι Δούκα Νίκη, και Τζιοβάρας Σταμάτης χρησιμοποιούν νέα υλικά, χαρτόνι, ζελατίνες, νοβοπάν. Η Γούση χρησιμοποιώντας χαρτόνι και μέταλλο κατασκευάζει μια χήνα ενώ με τη βοήθεια της πέτρας καταφέρνει να οριοθετήσει το χώρο του έργου και τελικά να κάνει το έργο μέρος του χώρου. Η Δούκα και η Γιαννέτα κάνουν χρήση της ζελατίνας. Η Δούκα δημιουργεί το έργο της στην επίπεδη επιφάνεια του υλικού, της ζελατίνας. Καθώς η ζελατίνα είναι διαφανής έχει τη δυνατότητα μαζί με τη βοήθεια της σκιάς, να εμφανίσει την τρίτη διάσταση του έργου, και να το μετατρέψει αυτόματα σε τρισδιάστατο. Η Γιαννέτα χρησιμοποιεί και αυτή τη ζελατίνα, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο κατασκευάζοντας τελικά ιδιότυπο εξώγλυφο. Ο Τζιοβάρας, τέλος, δουλεύει με ένα υλικό καθημερινής χρήσης, το νοβοπάν. Με το τρίπτυχό του καταφέρνει να καταργήσει την αλληλουχία των εικόνων και πετυχαίνει να δείξει την αλληλουχία των ασύνδετων γεγονότων. Το τρίπτυχο ξεκινά ανεικονικά, συνεχίζει με μια ρεαλιστική απεικόνιση ενός αυτοκινήτου για να καταλήξει πάλι ανεικονικά.
Η Καλογιάννη Ιωάννα και ο Στέφανος Ρόκος ασχολούνται με τη χαρακτική. Η διαφορά είναι ότι η Καλογιάννη δημιουργεί ένα κλασικό χαρακτικό όπου οι μήτρες φανερώνονται από τα χρώματα που υπάρχουν σε αυτό, ενώ ο Ρόκος ξεκινά από τη χαρακτική και καταλήγει σε μια μικτή τεχνική καθώς εντάσσει στο έργο του και το κολάζ.
Θεματικά η έκθεση κατάφερε να παίξει με τις αντιθέσεις των έργων, ώστε να δημιουργηθεί μια αντίθεση αρνητικού – θετικού, η οποία στο τέλος οδήγησε σε ένα διάλογο• ένα διάλογο άλλοτε έντονο και άλλοτε ήρεμο. Τα σκούρα ανεικονικά έργα της Χαρίτωνος συνδυάστηκαν με το άσπρο ανεικονικό έργο της Δερέκα. Ασπρο – μαύρο, αρνητικό – θετικό. Τα τρία αυτά ανεικονικά έργα κατάφεραν στο τέλος να αποτελέσουν μια ενότητα, καθώς σε κανένα έργο δεν υπήρχε μορφή. Η ενότητα αυτή ήρθε σε αντίθεση με το γλυπτό του Λισγάρα. Το γλυπτό καθώς είχε μορφή κατείχε τη θέση του θετικού σχετικά με τα ανεικονικά έργα. Η Τάτση ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την αντίθεση αρνητικού – θετικού• όχι μέσω των χρωμάτων, αλλά μέσω των μορφών. Απεικόνισε ένα αγόρι και ένα κορίτσι• έτσι εξ’ ορισμού υπάρχει αντίθεση, θηλυκό – αρσενικό. Συνδύασε δε τις μορφές με τις αντιθέσεις των όψεων: πλάτη η μια μορφή, κατά μέτωπο η άλλη.
Μια άλλη θεματική ενότητα που δημιουργήθηκε στην έκθεση ήταν εκείνη των γυναικείων πορτραίτων, η οποία διασπάστηκε προς στιγμή με το έργο του Θεοδώρου, τον πιγκουΐνο στην έρημο. Το έργο αυτό του Θεοδώρου λειτούργησε ως παύση στο διάλογο, για να συνεχίσει αυτός πάλι με τα γυναικεία πορτραίτα, και να κλείσει με το μεγάλο μάτι στην κόρη του οποίου υπάρχει μια μορφή. Μια προσεκτική ανάγνωση της ενότητας αυτής των πορτραίτων εμφανίζει τις κρυμμένες αντιθέσεις. Σε όλους τους πίνακες υπάρχουν έμψυχα όντα, μόνο που επιμερίζονται σε ανθρώπινα και μη. Αλλά ακόμα και στις γυναικείες μορφές η αντίθεση κρύβεται στους χρωματικούς τόνους που είναι άλλοτε μονόχρωμοι και άλλοτε πολύχρωμοι.
Τέλος, ενδιαφέρον είχαν τα έργα της Βέργου και της Δούκα. Η Βέργου απεικονίζει ένα δέντρο που καίγεται, η δε Δούκα μια γυναίκα που γεννά και ο ομφάλιος λώρος της καταλήγει στη γη. Η γη είναι σημείο αναφοράς δύο πραγμάτων: του θανάτου και της ζωής. Του θανάτου λόγω της φωτιάς και της ζωής λόγω της γέννας. Η αντίθεση φανερή: ζωή – θάνατος.
Η έκθεση προκάλεσε πλήθος ευνοϊκών σχολίων. Τα χρώματα, αλλά και η έλλειψη αυτών, τα υλικά, είτε τα ήδη γνωστά, είτε τα καινούργια, τα θέματα και οι τεχνοτροπίες, έδειξαν ότι οι νέοι καλλιτέχνες έχουν προτάσεις, θέματα άλλα και νέες ιδέες να παρουσιάσουν.