Κώστας Κρυστάλλης
Ο ποιητής του χωριού και της στάνης (1868-1894).
Γιος του εμπόρου Δημήτρη Κρουστάλλη και της Ιωάννας Ψαλλίδα, ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε και έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Συρράκο. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία, όπου φοίτησε στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου και στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου.Το 1885 έμεινε επανεξεταστέος και αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του λόγω προβλημάτων υγείας. Σύμφωνα με άλλους βιογράφους του, σταμάτησε το σχολείο γιατί ο πατέρας του τον έβαλε να δουλέψει στο μαγαζί του.
Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», με θέμα επεισόδια της επανάστασης του 1821, προκαλώντας την οργή των τουρκικών αρχών των Ιωαννίνων, που τον αναζητούν να τον συλλάβουν. Καταφεύγει στη Ζωσιμαία, όπου οι καθηγητές και μαθητές τον βοηθούν να κρυφτεί και να διαφύγει στην Αθήνα, ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδικάζουν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη.
Στην πρωτεύουσα, ο Κώστας αλλάζει το οικογενειακό επώνυμο από «Κρουστάλλης» σε «Κρυστάλλης» και αγωνίζεται να επιβιώσει χωρίς τη βοήθεια του εύπορου πατέρα του, με τον οποίο δεν διατηρεί πολλές σχέσεις γιατί δεν του συγχωρεί που ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο της μητέρας του. Εργάζεται στο τυπογραφείο των εκδόσεων Φέξη, στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη και στη συνέχεια ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους Πελοποννήσου, ενώ παράλληλα γράφει ποίηση, διηγήματα και λαογραφία.
Οι ανθυγιεινές συνθήκες δουλειάς στο τυπογραφείο, οι στερήσεις λόγω της φτώχειας, η διαμονή σε υγρά υπόγεια και τα ξενύχτια για μελέτη και γράψιμο, κλονίζουν ανεπανόρθωτα την εύθραυστη από παλιά υγεία του. Προσβάλλεται από φυματίωση, νόσο ανίατη τότε, μετακομίζει στην Κέρκυρα ελπίζοντας σε βελτίωση της κατάστασής του, η επιδείνωση όμως είναι ραγδαία και πεθαίνει στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα όπου έμενε η αδερφή του, σε ηλικία 26 μόλις ετών.
Το πλούσιο ποιητικό, πεζογραφικό και λαογραφικό έργο του Κώστα Κρυστάλλη είναι εμπνευσμένο από την παθολογική αγάπη του για την ορεινή φύση στην οποία μεγάλωσε και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Επιρροές έχει από το δημοτικό τραγούδι και από συγχρόνους του λογοτέχνες όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Μετά τις «Σκιές του Άδου», στις οποίες εξυμνεί τους ήρωες του ’21, επικό χαρακτήρα έχει και «Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου».
Οι επόμενες ποιητικές συλλογές του, αντίθετα, είναι επηρεασμένες από το δημοτικό τραγούδι και έχουν λαογραφική θεματολογία. Οι συλλογές του «Αγροτικά» και «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» διακρίθηκαν με επαίνους στον Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό. Το πεζογραφικό του έργο, συγκεντρωμένο στον τόμο «Πεζογραφήματα», έχει ως χαρακτηριστικά τη δημοτική γλώσσα, την ηθογραφία και την καλλιέργεια του διηγήματος και συμβαδίζει με το κλίμα της γενιάς του 1880.
Ο Κρυστάλλης συγκέντρωσε ακόμα πλούσιο λαογραφικό και ιστορικό υλικο: ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια και παραδόσεις. Στο πεζογράφημά του «Vie De Montage» σατιρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα και περιγράφει σκηνές από τη ληστοκρατία, ενώ ανάλογη θεματολογία έχουν τα 58 άρθρα που έγραψε στο «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χιρστ». Στην ηπειρωτική παράδοση αναφέρονται τα διηγήματά του «Ο γάμος της στάνης», «Το πανηγύρι της Καστρίτσας», όπως και οι εργασίες του για τους Βλάχους της Πίνδου και τα Γραμμενοχώρια.
Συντάκτης του άρθρου:
Θωμάς Νούσιας
Δημοσιογράφος
Ένα από τα ποιήματα του Κώστα Κρυστάλλη:
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ – βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
1 Comment
Είναι κρίμα και άδικο να φύγει τόσο νωρίς, αλλά από το έργο του έγινε Αθάνατος, πνεύμα ασυμβίβαστο σοφό, καθαρό, Ελληνικο.!!!