του Δρς Κωνσταντίνου Ευ. Οικονόμου, Αναπλ. καθηγητού στον Τομέα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αποφοίτου της Ζωσιμαίας Σχολής.
H πιό πάνω φωτογραφία είναι ευγενική προσφορά της κας Βασιλικής Τοπάλη. Φαίνονται κυκλικά οι: Θωμάς Βοντετσιάνος, Σαράντης Παπανικολάου, Χαρίλαος Γκεσούλης, Γρηγόρης Τζουμάκας, Ευθύμιος Χατζηγιάννης, Γεώργιος Τράντας, Ευάγγελος Πρίντζος, Θωμάς Μπαϊρακτάρης, Παναγιώτης Δεβέκος, Κωνσταντίνος Κωσταδήμας, Σωτήρης Νικολός, Μιχάλης Μπάης, Σπύρος Καρακίτσος, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Γεώργιος Παπανικολάου (Γυμνασιάρχης), Δημήτρης Γρηγορίου, Δημήτρης Τζομάκας, Αρσένης Γεροντικός και Σωτήρης Χουλιάρας.
Η ανάγνωση της εξαιρετικής περιοδικής έκδοσης του Συλλόγου Αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων “Ζωσιμάδες” μέσα από τις παλιές φωτογραφίες και τις γλαφυρές διηγήσεις των γυμνασιακών μας χρόνων με οδήγησε συνειρμικά στα έντονα βιώματα της εποχής εκείνης. Η αναδρομή στα χρόνια της φοίτησης μου στη “γεραρά” Ζωσιμαία Σχολή μου δημιούργησε ευχάριστα συναισθήματα και την επιθυμία να συνδράμω κι εγώ στη μνημοσύνη των προσώπων που σφράγισαν με το έργο τους και την προσωπικότητα τους τα νεανικά μας χρόνια. Ως μέσον χρησιμοποιώ τη γλωσσολογική επιστήμη που διακονώ και επιχειρώ την ανίχνευση της ετυμολογικής αρχής των επωνύμων των δασκάλων μου.
Με τις ετυμολογικές προσεγγίσεις που επιχειρώ είναι πιθανό καθένας μας, σύμφωνα με τις προσωπικές εμπειρίες του και την υποκειμενική εκτίμηση του, να αναγνωρίσει μερικές φορές μια συμφωνία μεταξύ της σημασίας που υποδηλώνουν τα επώνυμα των δασκάλων μας και των χαρακτηριστικοί συμπεριφορών και ενεργειών τους. Ωστόσο η σημασία των αρχικών, των βασικών λέξεων που συντέλεσαν στη δημιουργία των επωνύμων δεν αφορά άμεσα τους καθηγητές-φορείς τους αλλά κάποιο προγονό τους στον οποίο αποδόθηκε ένα χαρακτηριστικό (ψυχικό ή σωματικό), ένα προσωπωνύμιο κλπ.
Ας σημειώσω πως η απόδοση ενός επωνύμου σε λεξιλογικά στοιχεία μιας ξένης γλώσσας δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την εθνολογική ταυτότητα του φορέα του.
Πρέπει επίσης να γίνει σαφές ότι η ετυμολογική ανίχνευση ενός τέτοιου είδους γλωσσικού υλικού δεν είναι πάντα ασφαλής, καθώς μας διαφεύγει πολλές φορές το ιστορικό της ονοματοδοσίας ενός ατόμου.
Τα επώνυμα που εξετάζονται εδώ παρατίθενται σε αλφαβητική σειρά. Πρόκειται για τα επώνυμα:
α) των φιλολόγων: Νικ. Βολονάση, Χαρ. Γκεσούλη, Κων. Κωσταδήμα, Γεωργ. Μπένου, Κων. Μπονιάκου, Σωτ. Νικολού, Απ. Παπαθεοδώρου, Σαρ. Παπανικολάου
β) των μαθηματικών: Παν. Δεβέκου και Δημ. Τζουμάκα
γ) των φυσικών: Σπυρ. Καρακίτσου και Μιχ. Μπάη
δ) του καθηγητού γαλλικών: Αρσ. Γεροντικού
ε) των καθηγητών τεχνικών: Π. Βρέλλη και Μάνθ. Παπαγεωργίου
ζ) των γυμναστών: Δημ. Γρηγορίου, Δημ. Ζιώγα, Κων. Τσιάντα
η) και του θεολόγου: Θ. Μπαϊρακτάρη.
Βολονάσης (και Μπολονάσης)
Το επώνυμο συναντιέται και με διαφορετική φωνητική (Βολο- και Μπολο-) και με διαφορετική ορθογράφηση (Βολο- / Μπολο- και Βόλω-/Μπολω-).
Οι διαφορετικές αυτές φωνητικές και ορθογραφικές εκδοχές αφορούν όχι μόνο Το επώνυμο Μπολονάσης, αλλά ένα πλήθος άλλων επωνύμων, συνθέτουν και παράγωγων. Με δεδομένο δε ότι η ορθογράφηση (με ο ή ω) λίγο ενδιαφέρει, παραθέτω μερικά από τα σχετικά επώνυμα με βάση τη φωνητική τους ([β] / [ν]).
ΣΕΙΡΑ[ν] Σύνθετα Παράγωγα
Βολο-βίνης Βολο-γιάννης Βολο-νάκης Βολο-νάσης Βολο-σύρος Βολο-τσάκης κλπ.
και Βολω-νάκης Βολω-νίνης κλπ.
ΣΕΙΡΑ[β]:
Μπολο-βιτσιώτης Μπολό-λιας Μπολο-μύτης Μπολο-νάσης κλπ. Βολογιαννίδης Βολόπουλος Βολοσυράκης Βολοτόπουλος κλπ.
και Βολώτας κλπ
Μπολάκης Μπολάνης Μπολανόπουλος Μπολάνος Μπόλαρης Μπολέτσης Μπολόσης Μπολότσης Μπολουδάκης
Μπολούτσος κλπ
Εκτός από τα παραπάνω σύνθετα ή παράγωγα επώνυμα πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη των απλών αρχικών επών.: Μπόλας / -·ης / -ος και Βόλ(λ)ας /-ης /-ος (και Βώλος) και να σημειώσουμε:
α. Από τις δύο σειρές επών. η σειρά [b] πρέπει να θεωρηθεί η αρχική δεδομένου ότι η τροπή του [b] (καθώς και των [d], [g]) σε [ν] (και [d], [g]) αντίστοιχα, δηλ. ο λεγόμενος λόγιος εξελληνισμός, είναι εφικτή στην ελληνική. Αντίστροφη τροπή [ν] > [b] δεν είναι συνηθισμένη.
β. Η αστάθεια ορθογράφησης με ο ή ω υποδηλώνει πως η αρχική λέξη απ’ όπου σχηματίζονται τα ανθρωπωνύμια δεν είναι αναγνωρίσιμη άρα είναι άγνωστη.
γ. Τα σύνθετα ανθρωπωνύμια παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός προθήματος1 του τύπου: βλαχο-: Βλαχαντρέας, Βλαχοθανάσης κλπ., γερο-: Γερογιάννης, Γεροδήμος κλπ., με β’ συνθετικό βαφτιστικό η παρωνύμιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες από την ελληνική γλώσσα μόνο οι λ. βόλος, ο “η ριξιά //η πλεκτάνη // το δίχτυ κλπ.” και βώλος, ο “μικρός όγκος, μάζα χώματος, σβώλος // συνεκδ. γη, χώρα, έδαφος κλπ.” θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση δημιουργίας του προθήματος. Ωστόσο οι σημασίες αυτών των λ. δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ονοματοδοσία ενός ανθρώπου.
δ. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις θα μπορούσε να ενισχυθεί η απόδοση των αρχικών επών. Μπόλας /-ης /-ος2 στη σλαβ. λ. bolu “μεγαλύτερος, καλύτερος”3 με την οποία σχηματίζονται πολυάριθμα προσωπωνύμια, στο σλαβόφωνο χώρο: ΒοΙοje, Βοlek, Βοlkο, ΒοΙkα, Βοlinu/Bolbnu, ΒοΙbjb-slavu, Βοlbjb-boru, Βοl’ut, Βοlislav κλπ.4
Από το σλαβ. αυτό προσηγ. προέκυψαν τα επών. Μπόλας /-ης /-ος (και Βόλας / -ης /-ος) με λόγιο εξελληνισμό, από τα οποία προέκυψε το ανθρωπωνυμικό πρόθημα μπολο-, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σημ. 1: Κάποιος που έφερε το βαφτιστικό Νάσης για να προσδιοριστεί ακριβέστερα ονομάστηκε Νάσης του Μπόλα / -η, / -ου και στο σύνθετο ως Μπολο-νάσης.5
Βρέλ(λ)ης
Το επώνυμο πρέπει να σχετιστεί με το αλβ. ουσ. burr/e, i “άντρας, γενναίος” και να αποδοθεί στα επών. Μπούρης, Μπούρος, Μπούρας6 απ’ όπου και τα: Βούρης, Βούρος, Βούρας με τροπή του [β] σε [ν] (λόγιος εξελληνισμός). Από τη σειρά των τελευταίων με την υποκορ. κατάλ. -έλ(λ)ης προέκυψε Το επώνυμο Βουρέλ(λ)ης7 και Βρέλ(λ)ης με αποβολή του άτονου [u] κατά τον βόρειο φωνηεντισμό.
Λιγότερο πιθανή η απόδοση του επών. στο σλαβ. vrelo “πηγή” (απ’ όπου και δάνειο στην αλβ. vrelle), λέξη από την οποία δημιουργούνται πολυάριθμα τοπν. σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της σερβοκροατικής (Udolph 1979: 528-529). Κατευθείαν σύνδεση του επών. με το σλαβ. ουσ., λόγω της σημασίας, δεν θα ήταν δυνατή, όπως φαίνεται και από την απουσία σχετικών ανθρωπωνυμικών σχηματισμών στις σλαβικές γλώσσες. Γι’ αυτό πιστεύω πως, αν θα μπορούσε να συνδεθεί Το επώνυμο με τις σλαβ. γλώσσες, αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω ενός τοπωνυμίου, π.χ. τοπν. Vrelo ή Vreliκλπ. (< vrelo “πηγή”)8, οπότε εκείνος ο οποίος είχε κτήμα ή κατοικούσε σ’ αυτή την περιοχή θα μπορούσε να ονομαστεί Βρέλης.
Γεροντικός
Το επώνυμο προέρχεται από το αρχαίο, μεσαιωνικό και νεότερο ελληνικό επίθετο γεροντικός με τη σημασία “ο ανήκων ή αρμόζων σε γέροντα, ο γηραλέος”9.
Το επίθ. συναντιέται και ως ουσ. και στα τρία γένη: π.χ. αρσ.: γεροντικός, ο “είδος χορού που χορεύουν οι γέροντες”, θηλ.: γεροντική, η “οικογενειακό συμβούλιο, το συμβούλιο των “γερόντων” που αποφασίζει για σοβαρά ζητήματα” και ουδ.: γεροντικό, το “οι γέροντες // δωμάτιο οικίας όπου διαμένουν οι ηλικιωμένοι γονείς // η αγροτική κρατική σύνταξης την οποίαν λαμβάνουν οι γέροντες αγρόται κλπ.”.
Η παράθεση αυτών των σημασιών γίνεται γιατί, καθώς δεν γνωρίζουμε το ιστορικό της ονοματοδοσίας, αυτές οι σημασίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία του επωνύμου.
Γκεσούλης
Το επώνυμο πρέπει να θεωρηθεί παράγωγο και να αποδοθεί στο επώνυμο Γκέσ(ι)ος10 + την υποκορ. κατάλ. -ούλης (πβ. όμοιους ανθρωπωνυμικούς σχηματισμούς: Γεωργούλης, Γιαννούλης, Δημούλης, Νικολούλης κλπ.).
Το επώνυμο Γκέσ(ι)ος από το ιδιωματικό γκέσος, ο “ο κοκκινωπός” (Μακεδ.) και το γκέσα, η “η κοκκινωπού χρώματος μούλα” (Ήπειρος)12 κι αυτά δάνεια από τα αρομ. όπου ghes, ghesa “κοκκινωπός (για πρόβατα, κατσίκια, μουλάρια)”. πβ. και τα επίσης αρομ. σύνθετα: ghesucanat, guesucanut, ghesu-laiu13. Της ιδίας ετυμολογικής αρχής και το αρομ. gheasuli “όνομα που δίνεται σε έναν σκύλο μαύρο κατάστικτο με κόκκινο γύρω από τα μάτια”14 απ’ όπου και το Ηπειρωτ. γκισούλης, ο “όνομα σκύλου γκιόσου, μαυρόσωμου και από κάτω από την κοιλιά κιτρινοκόκκινου” (Θεσπρ.)15.
Πβ. και τα επών. Γρίβας, Μαύρος, Κοκκίνης, Λιαρός, Λάιος κλπ. που σχηματίζονται από επίθετα τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται ως ονόματα ζώων λόγω του χαρακτηριστικού τους χρώματος.
Λιγότερο πιθανή η προέλευση του επών. από το αλβ. kesul/e, -a “η σκούφια, είδος φεσιού, ο σκούφος της νύχτας”16· το οποίο ανάγεται στο λατ. casula υποκορ. του casa 17.
Πβ. και επών. που σχηματίζονται από διάφορα καλύμματα του κεφαλιού: Κατσούλας, Κατσούλης, Σκιάδης, Σκούφης, Σκούφιας, Σκούφος, Φέσης κλπ. και τα σύνθετα: Στραβοσκιάδης, Στραβοσκούφης κλπ.
Γρηγορίου
Πρόκειται για λόγιο σχηματισμό πατρωνυμικού επών. το οποίο αρχικά εκφράστηκε σε έναρθρη γενική: ο … του Γρηγόρη και ιδιαίτερα ο …, ο γιος του Γρηγόρη. Αυτές οι γεν. πατρωνυμικών διατηρήθηκαν σε πατρωνυμικά επώνυμα που σχηματίστηκαν με το λόγιο τύπο: (του) Γρηγορίου > Γρηγορίου (πβ. και επών. Δημητρίου, Ιωάννου, Γεωργίου κλπ.)18.
Δεβέκος
Σπάνιο επών.19 που εμφανίζεται με τους τύπους Δεβέκος (5χ) και Ντεβέκος. Ο τύπος Δεβέκος από το Ντεβέκος με τροπή [d] > [d] (λόγιος εξελληνισμός).
Το επώνυμο πρέπει να αποδοθεί στο επώνυμο Ντεβές (και Δεβές) με την προσθήκη της μεγεθυντικής κατάλ. -έκος η οποία χρησιμοποιείται και στο σχηματισμό ανθρώπων.: Αγγελέκος (< Άγγελος), Καλαμιδέκος (< Καλαμίδας), Σταματέκος (< Σταμάτης) κλπ.20.
Το επώνυμο21 Ντεβές προέρχεται από το τουρκ. δάνειο της ελληνικής: ντεβές, ο “η καμήλα”22 (< τουρκ. deve “το ίδιο”).
Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι και τα επών.: Ντεβετζής, Ντεβετζίδης κλπ. και Δεβεσιάδης, Δεβετζάκης, Δεβετζής, Δεβετζίδης, Δεβιτζόγλου κλπ.
Ζιώγας
Το επώνυμο προέρχεται από το αντίστοιχο βαφτιστικό Ζιώγας (και Τζιώγας) αντί του Γεώργιος23. Τόσο ο Κατσάνης όσο και ο Ντίνας θεωρούν το βαφτιστικό ως αρομ. υποκορ. του Γεώργιος24. Ωστόσο όχι μόνο στα βλαχόφωνα χωριά αλλά και αλλού (π.χ. Πιρσόγιανη) χρησιμοποιείται το Ζιώγας αντί του Γεώργιος (πβ. το όνομα του πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζου από την Πιρσόγιανη25, ο οποίος μαρτυρείται ότι έχτισε το πέτρινο γεφύρι της Κόνιτσας
Καρακίτσος
Πρόκειται για ένα “προθηματικό” επών. που σχηματίζεται από το πρόθημα καρα-26 (πβ. και επών. Καράς < καράς “μαύρος” < τουρκ. kara “το ίδιο”) και το βαφτιστικό Κίτσ(ι)ος.
Το βαφτιστικό Κίτσ(ι)ος27 αντί του Χρίστος.
Κωσταδήμας
Σε αντίθεση με τα προσδιοριστικά σύνθετα προσηγορικά: αγριοπερίστερο, κρασοπότηρο, νεροπότηρο, ψυχοσάββατο κλπ. και τα σύνθετα επώνυμα με α’ μέρος σύνθεσης εθνικά: Καστρινογιάννης, Μωραΐτόγιαννος, Σμυρνογιάννης κλπ. και επαγγελματικά: Αλευρογιάννης, Γυφτογιάννης, Καλογερογιάννης κλπ.28, στα σύνθετα επών., όπου και τα δυο συνθετικά είναι βαφτιστικό, το β’ συνθετικό της σύνθεσης προσδιορίζει το α’ βαφτιστικό: π.χ. Σπυρομήλιος “ο Σπύρος (ο γιος) του (Αι)μίλιου”, Χριστοβασίλης “ο Χρίστος (ο γιος) του Βασίλη”, ο Αποστολογιάννης “ο Αποστόλης / -‘-ος (ο γιος) του Γιάννη” κοκ.
Η αντιστροφή της σειράς: προσδιορισμός + προσδιοριζόμενο που ακολουθείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στα προσδιοριστικά σύνθετα αίρεται στην περίπτωση σύνθετων επών. με δύο βαφτιστικό, γιατί ακολουθείται η σειρά της εννοούμενης εκφοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σύνθετα παρωνύμια με α’ συνθετικό αρσεν. βαφτιστικό (του συζύγου) + β’ συνθετ. θηλ. βαφτιστικό (της συζύγου) της οποίας η κοινωνική θέση, η δυναμικότητα και η εν γένει παρουσία επισκιάζει εκείνη του συζύγου: π.χ. Κωτσοαμαλίας “ο Κώτσος (ο σύζυγος) της Αμαλίας”, ο Γιωργολένης “ο Γιώργος (ο σύζυγος) της Ελένης” κλπ. Στην ίδια περίπτωση ανάγονται και τα σύνθετα με δύο βαφτιστικό εκ των οποίων το α’ (βαφτιστικό του γιου) προσδιορίζεται από το β’ (το βαφτιστικό της μητέρας). Έτσι το Γιωργολένης που αναφέρθηκε παραπάνω, θα μπορούσε να είναι “ο Γιώργος (ο γιος) της Ελένης” κλπ.
Μετά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στο επώνυμο Κωσταδήμας, σύνθετο με δύο βαφτιστικά, το α’ συνθετικό (Κώστας) προσδιορίζεται από το β’ συνθετικό (Δήμας). Το Κώστας είναι συγκεκομμένος τύπος του Κωνσταντίνος και το Δήμας29 από το Δήμος (συγκεκομμένος τύπος του Δημήτριος) με εναλλαγή της κατάλ. -ος / -ας, όπως πραγματοποιείται στα ανθρώπων: Γκέκος / -ας, Τσέφος / -ας κλπ.
Μπάης
Το επώνυμο προέρχεται από την τουρκ. λ. bay η οποία πριν από ανθρωπωνύμια και τίτλους έχει τη σημασία “ο κύριος Χ”, όταν όμως δεν συνοδεύει ανθρωπωνύμιο ή τίτλο έχει τη σημασία “κύριος.”30 Με την ίδια λειτουργία χρησιμοποιούνται και οι σημασιολογικά αντίστοιχες αλβ. λέξεις: zot, -i “κύριος Χ”: π.χ. zoti president “κύριος πρόεδρος”, zoti minister “κύριος υπουργός” κλπ., αλλά και αυτοδύναμα zot, -/'”κύριος”, και zonj/e, -a “η κυρία Χ”: π.χ. zonja vjeherr “η κυρα-πεθερά”, αλλά και “κυρία, οικοδέσποινα”. Όπως η τουρκ. λ. bay έτσι και οι αλβ. zot, -i και zonj/e, -a αποτελούν βασικές λέξεις για το σχηματισμό ανθρωπωνυμίων: Ζότος (και Ζώτος), Ζόνιος (και Ζώνιος).
Μπαϊρακτάρης
Το επώνυμο που εμφανίζεται και με το λαϊκότερο τύπο Μπαϊραχτάρης ([kt]>[ht])31 και με το λογιότερο Βαϊρακτάρης32 ([b] > [ν]: λόγιος εξελληνισμός) προέρχεται από το κοινό ΝΕ μπαϊρακτάρης “ο σημαιοφόρος” < τουρκ. bayraktar “το ίδιο” 33, λέξη που λόγω της τουρκ. κατάκτησης διαδόθηκε σε πολλές γλώσσες της Βαλκανικής: αρομ. bairake και barγeake, αλδ. bajrak, -u και bajraktar, -i, βουλγ. bajrak σερβ. bajrak34. Πβ. και το Ηπειρωτ. (Θεσπρωτία) μπαριάκι, το με μετάθεση του [r].
Μπένος
Πρόκειται για επών. δημιουργημένο από το ιταλ. βαφτιστικό Benedetto (= Βενέδικτος) με συγκοπή.
Πβ. και τα ίδιας ετυμολογικής αρχής: Μπενάτος, Μπενετάτος, Μπενέτος (< βενετ. Beneto, συγκεκομμένος τύπος του Benedetto)35.
Μπονιάκος
Το επώνυμο προέρχεται από το αλβ. bonjak, -u “ο ορφανός”36.
Ας σημειωθεί πως με τη σημασία “ορφανός” σχηματίζονται ταυτόσημα επών. με λεξιλογικά στοιχεία διάφορων γλωσσών της Βαλκανικής: πβ. το ελλην. Ορφανός (και Ορφανάκος, Ορφανίδης, Ορφανάκης, Ορφανόπουλος κλπ.), τα σλαβ. (από το προσηγ. siru “ορφανός”37): Siraku, Sirotan, Sirota, Siroslawκλπ.38, τα σλαβ. αρχής ελληνικά Σιράκος (και Συράκος) κλπ., τα τουρκ. προέλευσης Γετήμ, Γετίμης κλπ. (< τουρκ. yetim “ορφανός”, λ. η οποία απαντά ως δάνειο και στην αλβ. με τον τύπο jetim) κλπ.
Νικολός
Το επώνυμο προέρχεται από το βαφτιστικό Νικολός39 κι αυτό από το βαφτιστικό Νικολής. Ο μετασχηματισμός του βαφτιστικό Νικολής σε Νικολός αναλογικά προς τα σε -ός επίθ. αντί των επιθ. της ΑΕ σε -ης: ακριβής – ακριβός. συμμιγής – σμιγός, ψευδής – τσευδός κλπ.
Το Νικολής από το Νικόλαος και την κατάλ. -ής με την οποία σχηματίζονται χαϊδευτικά βαφτιστικά (π.χ. Γιωργής, Θοδωρής, Παυλής, Στεφανής κλπ.), κατάλ. που προέρχεται από ουδ. υποκορ. σε -ί (π.χ. Γιωργί, Θοδωρί, Παυλί, Στεφανί κλπ.)40.
Παπαγεωργίου, Παπαθεοδώρου, Παπανικολάου
Πρόκειται για τρία σύνθετα επών. με α’ συνθετικό το πρόθημα παπα και τα πατρωνυμικά επώνυμα Γεωργίου, Θεοδώρου, Νικολάου ως β’ συνθετικά.
Τζουμάκας
Το επώνυμο σχετίζεται με τα Ηπειρωτ. τζουμάκ’, το “μακρύ ραβδί // το ειδικό ρόπαλο που στηρίζουν τα κουδούνια τα παιδιά που τραγουδούν τα τραγούδια του Λαζάρου”, τζομάκης, ο “ο χοντροκέφαλος” και τζομάκα, η “Ο στάχυς του καλαμποκιού”· πβ. και ρ. τζουμακιάζω “ξυλοδέρνω”43. Ο σχηματισμός του επών. από τις σημασίες “χοντροκέφαλος” ← “ρόπαλο, ξύλο”.
Πρόκειται για δάνειο από το τουρκ. comak “ρόπαλο, μπαστούνι”, λ. η οποία πέρασε στις περισσότερες γλώσσες της ΝΑ Ευρώπης μέχρι και τα ρωσικά44. Έτσι έχουμε τα αρομ. ciumag (ουδ.), ciumaga (θηλ.) “μπαστούνι, μαγκούρα”45, το ρουμ. ciomag “ρόπαλο, μπαστούνι”46, τα αλβ. comak και comage “(μεγάλη) ποιμενική ράβδος”47 κλπ.
Λιγότερο πιθανή η προέλευση του επων. Τζουμάκας Το επώνυμο Τζούμας + τη μεγεθ. κατάλ. -άκας η οποία χρησιμοποιείται και στα ανθρωπωνύμια: π.χ. Αντωνάκας, (Α)ποστολάκας, Γεωργάκας Δημητράκας, Σιαφάκας: κλπ.48.
Το επώνυμο Τζούμας από το Ηπειρωτ. τσ’ούμα, η “κορυφή βουνού // πέτρινο γουδί” με ηχηροποίηση του [ts] σε [dž] στη συμπροφορά με το [-n] του άρθρου στην αιτιατική. Πβ. και τη γνωστή φρ. “ντιπ τζούμας είσι” που λέγεται για ισχυρογνώμονες και κουτούς ανθρώπους49.
Τσιάντας
Το επώνυμο, που φαινομενικά παραπέμπει στο κοινό Ν Ε τσάντα, η (< τουρκ. ςαηtα), δεν θα μπορούσε να αναχθεί στο δάνειο της ελληνικής από την τουρκική για λόγους σημασιολογικούς. Θα ήταν δύσκολο κάποιος να ονομαστεί ως “σάκκος, π.χ. κυρίας, μαθητή, κυνηγού κλπ.”.
Γι’ αυτό το λόγο Το επώνυμο πρέπει να σχετιστεί με το βαφτιστικό Τσ(ι)άντα, που είναι συγκεκομμένος τύπος του Αλεξάνδρα50 και να θεωρηθεί μητρωνυμικό κατά το σχήμα: της Τσ(ι)άντας (ο γιος) απ’ όπου Τσιάντας.
1. Βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982: 106-107. Πβ. και τα ξένης αρχής προθήματα με τη βοήθεια των οποίων σχηματίζονται σύνθετα επώνυμα. Τόσο τα ελληνικής όσο και τα ξένης αρχής προθήματα, εκτός από τη συμβολή τους στο σχηματισμό των σύνθετων επων., σχηματίζουν και απλά επών.: π.χ. Σαρής (< τουρκ. sari “κίτρινος, ξανθός, χλωμός”) απ΄ όπου και τα Σαρηκώστας, Σαρηβαλάσης κλπ. Δελής/Ντελής (< τουρκ. deli “τρελός, παλικαράς”) απ’ όπου τα Δεληγιάννης, Δεληπέτρος, Δελη-στοώροζ κλπ. Πιστεύω πως ακριβώς η ύπαρξη αυτών των απλών επών. συντέλεσε στη δημιουργία των προθημάτων, όπου αρχικά με τα σαρη-/ δελη- κλπ. προσδιοριζόταν ο Κώστας, ο Βαλάσης κλπ. του Σαρή, ο Γιάννης, ο Πέτρος, ο Σταύρος κλπ. Του Δελή κοκ.
2. Θεωρώ λιγότερο πιθανή την απόδοση του επών. Μπόλης στο τουρκ. bol “μπόλικος, άφθονος” (βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982: 71 και Τομπαΐδης, 1990: 125), αφού δεν σχηματίζονται ανθρωπωνύμια από τη λ. στα τουρκικά.
3. Μiklosich, 1970:17 (λ. bolij) Berneker,1924 2:72 (λ. bolbjb) Vasmer, M.Q
Russisches etymologisches Worterbuch, τ. 1,105, Heidelberg 1953.
4. Miclosch, 1927:35′ Schlimbert, 1978:19′ Malingoudis 1981:25.
5. Αυτό γίνεται και στα προσηγορικά προσδιοριστικά σύνθετα: νερο-πότηρο, κρασο-πότηρο, αγριο-περίστερο, όπου το α’ μέρος της σύνθεσης προσδιορίζει ακριβέστερα το β΄ μέρος, που αποτελεί μια γενικότερη έννοια.
6. Τα επών. είναι πολύ συχνά στην Αθήνα (βλ. ΟΤΕ Αθ.), την αλβ. ποοέλευση των επών. Μπούρης, Μπούρας υποστηρίζει και ο Τριανταφυλλίδης (1982: 78), ενώ παρακάτω (σελ. 80) θεωρεί πως Το επώνυμο Μπούρας προέρχεται από το σλαβ. bura “τρικυμία”.
7. Οι παραλλαγές των επών. που παραθέτω περιλαμβάνονται στον κατάλογο ΟΤΕ Αθηνών.
8. Βλ. σχετικά τοπν. στου Udolph (1979: 528-529)· πβ. επίσης τοπν. Vrelo
(πρώην Τaskinlar) και Βριάλα “πηγή στην Πογδορά” < βουλγ. vrelo (Symeonidis, 2000): 245· Vasmer, 1970:26).
9. Βλ. Andriotis, 1974: στη λ: Δημητράκος, 1933-1959: στη λ: Κριαράς, 1969- 1997: στη λ.’ Ακαδημία Αθηνών 1933-1989: στη λ.
10. ΟΤΕ Αθ.· ΟΤΕ Θεσσ.
11. Τριανταφυλλίδης, 1982: 16-17 και 99.
12. Μπόγκας, 1964:95.
13. Papahagi, 1974:609. Το δίψηφο gh φωνητικά αποδίδει τον υπερωικό, κλειστό, ηχηρό φθόγγο [g].
14. Papahagi, 1974:608.
15. Μκόγκας, 1966:117.
16. Γκίνης, 1998: .185.
17. Meyer, 1891:190-191.
18. Βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982:11.
19. Συναντιέται στους καταλόγους του ΟΤΕ ως εξής: 1 φορά στην Αθήνα, 3 φορές στα Γιάννινα, 1 φορά στην Αρτα.
20. Βλ. Μηνάς, 1978: 74. Η κατάλ. αυτή, μολονότι συναντιέται στη Θάσο στο σχηματισμό προσηγορικών και ανθρωπωνυμίων, είναι δυνατό να εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές, αφού τα επών. “ταξιδεύουν” μαζί με τους φορείς τους.
21. Τομπαΐδης, 1990: 132.
22. Δημητράκος, 1933-1959: στη λ.
23. Βλ. Κατσάνης, Ν.: Ονομαστικό Νυμφαίου (Νέβεσκας), Θεσσαλονίκη 1990,
74. Ντίνας, Κ.: Κοζανίτικα επώνυμα 1759)-1916, Κοζάνη 1995, 131.
24. Και στο βλαχόφωνο Περιβόλι το Ζιώγας χρησιμοποιείται αντί του Γεώργιο: (πληροφορία του συναδέλφου Βασ. Λαΐτσου).
25. Β. Παπαγεωργίου – Αργ. Πετρονώτης, “Ο πυρσογιαννίτης πρωτομάστορας Ζιώγας Φρόντζος και τα έργα του” (= Δήμος Κόνιτσας: Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο, Κόνιτσα 1996), 219.
26. Πβ. και τα επών. -ου σχηματίζονται με το ίδιο πρόθημα: Καραβαγγέλης. Καραβασίλης, Καραγιώργος κλπ.
27. Το ίδιο βαφτιστικό παρουσιάζεται και στη βουλγαρική ανθρωπωνυμία με τους τύπους Kico, Kico και Kica κατά τον Συμειωνίδη (2001:33) αντί των Kirjakico < Κυριάκος και kirjakica < Κυριακίτσα αντίστοιχα.
28. Βλ. και σΤο επώνυμο Μπολονάσης. Μια συστηματική συλλογή και εξέταση των σύνθετων ανθρωπωνυμίων θα μπορούσε να δώσει μια πληρέστερη εικόνα για τη θέση του προσδιοριστικού και του προσδιοριζόμενου μέρους.
29. Το Δήμας ως βαφτιστικό συναντιέται στα βουλγ.με τον τύπο Dima (χαϊδευτικό των Dimitru < Dumitru) και στα ρουμαν. ως επών. Dima (Puscariu, S:Die rumanische Sprache ihr Wesen und ihre volklichte Pragung, Leipzig 1948, 47).
30. Steuerwald, 1972:100.
31. Τριανταφυλλίδης, 1982:45
32. ΟΤΕ Κέρκυρας.
33. Ανδριώτης, 19833: στη λ. 34.Papahagi 1974:261 και 264. Γκίνης, 1998:45 Miklosich, 1970:6
34. Papahagi 19742::261 και 262 Γκίνης, 1998:45 Miklosich, 1970:6.
35. Τριανταφυλλίδης, 1982:15. Συμεωνίδης, 1992:54.
36. Cabej, 1976-1996:2, 285-286 και 508, όπου η αλβ. λέξη σχετίζεται με το ελλην. ουσ. πόνος.
37. Miklosich, 1970: 296.
38. Miklosich, 1927: 96· Schlimpert, 1978:125.
39. Κατά τον Μπούτουρα (1912, 79) το βαφτιστικό Νικολός μαρτυρείται από την Ήπειρο.
40. Βλ. Ανδριώτης, 1983 3: στο λ. -ής.
41. Η ποικιλία των επών. της ίδιας αρχικής ρίζας πολλαπλασιάζεται όχι μόνο από το πλήθος των παραγωγικών επιθημάτων, αλλά και από τα ποικίλα προθήματα: π.χ. από το βαφτιστικό Γεώργιος τα: Γεωργ-άκης, Γεωργό-πουλος, Γεωργ-έας, Γεωργ-ιά-δης, Γεωργ-ούλας κλπ. (επιθηματικά) και Καρα-γεωργίου /Καρα-γιώργος, Κουτσο-γιώργος, Κοντο-γεωργίου / Κοντο-γιώργος, Χατζηγεωργίου κλπ. (προθηματικά). Βλ. Τριανταφυλλίδης,1982:16.
42. Της ίδιας αρχής, αλλά πολύ σπανιότερο είναι το πρόθημα παπαδο-. Συνήθως με το παπαδο- προσδιορίζεται ο γιος και όχι ο πατέρας. Έτσι ο Παπαδογιάννης είναι “ο Γιάννης του παπά”, ενώ ο Παπαγιάννης,: είναι ο “παπα-Γιάννης” (Τριανταφυλλίδης, 1982:106,179).
43. Μπόγκας, 1964-1966:1,386- 2,66 και 250.
44. Cabej 1976-1996:3,132.
45. Papahagi, 1974:449.
46. Κοτολούλης, Σ.: Ρουμανοελληνικόν λεξικόν, Αθήνα 1976,115. 47. Boretzky, Ν.: Der turkisch Einfluss auf das Albanische, τόμ. 1-2,Wies- baden 1975-1976, τ. 2,37- Cabej 1976-1996:3,132
47. Boretzky, N.: Der turkisch Einfluss auf das Albanische, τόμ. 1-2, Wiesbaden 1975-1976, t. 2, 37 Cabej 1976-1996:3, 132
48. Μηνάς, 1078:164.
49. Οικονόμου, Κ.: Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991,319.
50. Μπούτουρας, 1913:35. πβ. και τους τύπους Τσάντω και Τσάντα από τον Ηπειρωτικό χώρο (Μπόγκας, 1964-1966: 1, 450).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ακαδημία Αθηνών 1933-1989: Ιστορικόν λεξικόν της νέας ελληνικής, τόμ.,(Α- δαχτυλωτός)Αθήναι.
Andriotis, Ν. 1974: Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Wien.
Ανδριώτης, Ν. 19833: Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη
Berneker, Ε. 19242:Slavisches etymologisches Worterbuch (A-L), Heidelberg. Γκίνης, Ν. 1998: Αλβανο-ελληνικό λεξικό (Παν/μιο Ιωαννίνων) Ιωάννινα. Cabej, Ε. 1976-1996:Studime etimologjike ne fushe te shqipes, τομ. 1-4 (A-J)Tirane
Δημητράκος, Δ. 1933-1909: Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, τόμ. 9, Αθήναι.
Κριαράς, Ε. 1969-1997: Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας τομ. 1-14 (Α-παραθήκη), Θεσσαλονίκη.
Malingoudis, Ph. 1981: Studien zu der slavischen Ortsnamen Griechenlands, Wiebaden.
Meyer, G. 1891: EtymologischesWoorterbuch der albanesischen Sprache, Strassburg
Μηνάς, Κ., 1978: Η μορφολογία της μεγεθύνσεως στην ελληνική γλώσσα, Ιωάννινα.
Miklosich, F. 1927: Die Bildung der slavishen Personen-und Ortsnamen, Heidelberg.
Miklosich, F. 1970: Etymologisches Worterbuch der slavischen Sprachen (επανέκδ.) Amsterdam.
Μπόγκας, Ε. 1964,1966: Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου, τόμ. 1-2, Ιωάννινα.
Μπούτουρας, Α. 1912: Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα ιστορικώς και γλωσσικώς ερμηνευόμενα, εν Αθήναις.
ΟΤΕ Αθ: Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος: Κατάλογος συνδρομητών Αθηνών-Πειραιώς: Α-Ζ (1983), Η-Λ (1980), Μ-Π (1981), Ρ-Ω (1983).
ΟΤΕ Θεσσ.: Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος: κατάλογος συνδρομητών θεσσαλονίκης (1983).
Papahagi, T. 1974 2: Dictionarul dialectului aromin, general si etimologic, Bucuresti.
Schlimpert, G. 1978: Slawische Personennamen in mittelalterlichen Quellen zur deutschen Geschichte, Berlin.
Steuerwald, K. 1972: Turkisch-deutcshes Worterbuch, Wiesbaden.
Συμεωνίδης, Χ. 1992: Εισαγωγή στην ελληνική Ονοματολογία, Θεσσαλονίκη.
Symeonidis, Ch. 2000: “Bildung der Eigennamen auf Grund der Substantiven und Adjektinen durch Akzentverschiebung im Griechischen und Bulgarischen” Βαλκανική Γλωσσολογία. Συγχρονία και διαχρονία, θεσσαλονίκη.
Συμεωνίδης, Χ. 2001: Η ελληνική γλωσσική επίδραση στο σύστημα των κυρίων ονομάτων της παλαιοσλαβικής και ιδιαίτερα της βουλγαρικής, Λευκωσία.
Τομπαΐδης, Δ. 1990: Ελληνικά επώνυμα τουρκικής προέλευσης, Αθήνα.
Τριανταφυλλίδης, Μ. 1982: Τα οικογενειακά μας ονόματα, Θεσσαλονίκη.
Udolph, J. 1979: Studien zu den slavischen Gewassernamen und Gewasserbezeichnungen, Heidelberg.
Vasmer, M. 1970: Die Slaven in Griechenland, Leipzig.
1 Comment
Ευχαριστούμε Κώστα!