Τὴν Πέμπτη 30 Ἰουλίου 2020, ἡ φιλόξενη καὶ ἐνήμερη πάντα zosimaia.gr, φιλοξένησε καὶ ἀνάρτησε μιὰ εὐσύνοπτη ὅσο καὶ μεστὴ Βιο-Εργογραφία – ἀφιέρωμα μὲ τὸν τίτλο: “Σπυρίδων Λάμπρος, ο διαμορφωτής του ελληνικού ιστορισμού του Αποστόλου Ν. Κατσίκη Απόφοιτου Ζωσιμαίας Σχολής (1963) Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων”. Εἶχα τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν χαρὰ μαζὶ καὶ ἀνάρτησα ἕνα συγχαρητήριο σχόλιο γιὰ τὸν συγγραφέα, συνάδελφο Ὁμότιμο Καθηγητὴ κ. Ἀπόστολο Κατσίκη, ἀπόφοιτο τῆς Ζωσιμαίας Σχολῆς πέντε χρόνια μετὰ ἀπὸ μένα (1958), ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸν γνωρίζω προσωπικά. Στὸ σχόλιό μου ἐκεῖνο ἔλεγα ὅτι ἀφιέρωσα στὸν Σπυρίδωνα Λάμπρο “τον Δ΄ τόμο (1.040 σελίδες) του επτατόμου Καταλόγου μου: Γρ. Θ. Στάθη, Τα Χειρόγραφα Βυζαντινής Μουσικής – Άγιον Όρος, Αθήνα 2015”· κι ἔλεγα ἀκόμα, ὅτι “Θα ετοιμάσω ένα μικρό σχετικό κείμενο και θα το στείλω στη ΖΩΣΙΜΑΙΑ μας, σύντομα, για κοινή πληροφόρηση”.
Αὐτὸ τὸ …“σύντομα” εἶναι σήμερα· καί, φίλοι Συν-Ζωσιμάδες, ἂν τὸ βρίσκετε καλὸ “εἰς κοινὸν ὄφελος” θὰ χαρῶ νὰ τὸ δῶ ἀναρτημένο.
Ἡ δική μου μικρὴ ἀναφορὰ στὸν μεγάλο Σπυρίδωνα Λάμπρο, γίνεται μόνο μὲ τὴν ἰδιότητά μου τοῦ ‘καταλογογράφου’ τῶν Χειρογράφων Βυζαντινῆς Μουσικῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Μετεώρων καὶ ἄλλων Βιβλιοθηκῶν, καὶ ἀφορᾶ μόνο στὸν ‘καταλογογράφο’ Σπυρίδωνα Λάμπρο καὶ τὸν Κατάλογό του “τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν κωδίκων”. ~ Τὸ κείμενο αὐτό, μὲ τὴν ἰσομερῆ, σχεδόν, ἀναφορὰ σ’ ἐκεῖνον, τὸν Σπ. Π. Λάμπρο, καὶ στὸν ὑποφαινόμενο, Γρ. Θ. Στάθη, καταλογογράφους καὶ τοὺς δυό ~ παράλληλα μὲ ἄλλες ἐπιστημονικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς ἐνασχολήσεις, θὰ μποροῦσε νὰ τιτλοφορηθῆ: «Δυὸ Ἠπειρῶτες – Γιαννιῶτες Καταλογογράφοι!»
Τὸ θεμελιακὸ ἔργο τῆς κατάρτισης καὶ σύνταξης τοῦ διτόμου Καταλόγου τοῦ Σπυρίδωνος Λάμπρου ἔχει τὴν ἀκόλουθη ἐπιγραφή, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἀντίστοιχη ἀκριβῶς στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα:
Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν κωδίκων, ὑπὸ Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας ἐν τῷ Ἀθήνησι Πανεπιστημίῳ. τόμος Πρῶτος, ἐν Κανταβριγίᾳ τῆς Ἀγγλίας 1895 [σελίδες 440, χφφ. 1 – 4.120] καὶ
τόμος Δεύτερος, ἐν Κανταβριγίᾳ τῆς Ἀγγλίας 1900 [σελίδες: ἕως 478, καὶ σσ. 479 “Πίνακες τοῦ ὅλου Καταλόγου” ἕως σ. 598, χφφ. 4.121 – 6.618].
Ὁ Σπ. Λάμπρος στὸν Πρόλογο τοῦ α΄ τόμου [ἔκδοση 1895], ποὺ τὸν συνέταξε «Ἀθήνησι, 15 Νοεμβρίου 1894», παρέχει λεπτομερεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν κατάρτιση τοῦ Καταλόγου του. Δηλαδή· ὅτι, «ἀνεγράφησαν δ’ οἱ ἐν τῷδε τῷ Καταλόγῳ περιλαμβανόμενοι κώδικες ἐν ἔτει 1880, ὅτ’ ἐπὶ τετράμηνον ἐποιησάμην τὰς διατριβὰς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει, παρὰ μὲν τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων λαβὼν τὴν ἐντολήν, τυχὼν δὲ τῆς προστασίας καὶ προθύμου ἀρωγῆς τῆς ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, προεδρευομένης ὑπὸ τοῦ Χαριλάου Τρικούπη …»· ὅτι «πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι συνήργησαν εἰς ἐπιτέλεσιν τοῦ ἐγχειρήματος, ὧν ἐν τοῖς πρώτοις μνημονευτέον τοῦ παναγιωτάτου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ΄ καὶ τῆς Συνάξεως τῶν ἀντιπροσώπων καὶ προϊσταμένων τῶν εἴκοσιν ἱερῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, προθυμότατα τῆς ἐμῆς προθέσεως συνεπιλαβομένων…»· ὅτι «ἐπετέλεσα τὸ ἔργον, ἐπικουρούμενος ὑπὸ τῶν ἐμῶν μαθητῶν Φιλίππου Γεωργαντᾶ, νῦν διευθυντοῦ τοῦ Ἀθήνησι διδασκαλείου, καὶ Ἰωάννου Παρχαρίδου, νῦν διευθυντοῦ τοῦ ἐν Τραπεζοῦντι Ἑλληνικοῦ φροντιστηρίου, ἀόκνως μοι συνεργασαμένων…». Καὶ ὅτι, ἀκόμη, ἀρχὴ – ἀρχὴ τοῦ Προλόγου του· «Ὅτ’ ἐξέδιδον τῷ 1888 ἐν Ἀθήναις τὸ πρῶτον μέρος τοῦδε τοῦ Καταλόγου, περιλαμβάνον τὰς ὀκτὼ πρώτας βιβλιοθήκας, ἔγραφον ὅτι μετὰ πολλῆς δειλίας προέβαινον εἰς τὴν δημοσίευσιν αὐτοῦ, ἅτε ἀμφιβάλλων περὶ τῆς ταχείας ἐκδόσεως τῆς συνεχείας καὶ ἄπορον προεικάζων τοῦ ὅλου ἔργου τὴν ἐκτύπωσιν. …».
Εὐτυχῶς, καὶ ἡ δειλία του καὶ ἡ ἀμφιβολία του γιὰ τὴν “ταχεῖαν ἔκδοσιν”, ἦταν προσωρινὰ συναισθήματα, καὶ ὁ δίτομος Κατάλογος ἐκδόθηκε καὶ ἀπετέλεσε τὸν ἀκρογωνιαῖο θεμέλιο λίθο, τοῦ λαμπροῦ οἰκοδομήματος τοῦ πλούτου τῶν παντοειδῶν γνώσεων ποὺ τὰ ἁγιορειτικὰ χειρόγραφα πρόσφεραν στὴν ἐπιστήμη, σὲ ὁλόκληρον τὸν κόσμο.
Ὁ Σπυρίδων Λάμπρος ἐρεύνησε τὶς βιβλιοθῆκες σὲ δεκαοχτὼ ἀπ’ τὶς εἴκοσι ἱερὲς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κατὰ τὸ τετράμηνο τῆς ἐργασίας του, τὸ 1880, στὸν ἁγιώνυμο Ἄθωνα. Δὲν ἐρεύνησε τὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Βατοπεδίου καὶ τῆς Μεγίστης Λαύρας, δυὸ μεγάλες, ἀπ’ τὶς μεγαλύτερες, βιβλιοθῆκες. Τὸν Κατάλογο τῶν χειρογράφων αὐτῶν τῶν δύο βιβλιοθηκῶν ἐξέδωκε ἀργότερα, ὁ πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, στὸ Παρίσι: Κατάλογος τῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπεδίου ἀποκειμένων κωδίκων, ὑπὸ Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Εὐστρατιάδου καὶ Γέροντος Ἀρκαδίου Ἱεροδιακόνου Βατοπεδινοῦ, Paris 1924], ~ καὶ Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Μεγίστης Λαύρας (τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει), συνταχθεὶς ὑπὸ Σπυρίδωνος Μοναχοῦ Λαυριώτου ἰατροῦ, ἐπεξεργασθεὶς δὲ καὶ διασκευασθεὶς ὑπὸ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Paris 1925.
Στὸν δίτομο Κατάλογο τοῦ Σπυρίδωνος Λάμπρου δὲν παρέχεται ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τοῦ περιεχομένου τῶν χειρογράφων Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ποὺ ἀπόκεινται στὶς βιβλιοθῆκες τῶν Ἁγιορειτικῶν Μοναστηριῶν, καὶ στὶς περισσότερες περιπτώσεις οὔτε καὶ ἀριθμητικὴ μνεία ἕνα πρὸς ἕνα τῶν χειρογράφων αὐτῶν.
Η καταλογογράφηση τῶν χειρογράφων τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς, γιατὶ περὶ αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως πρόκειται, ἀπαιτεῖ πολύτεχνη ἐπιστημονικὴ παρασκευὴ καὶ ἑτοιμασία καὶ γνώση. Δηλαδή, ✦ παλαιογραφία τῆς σημειογραφίας καὶ τῶν περιόδων ἐξέλιξής της καὶ ἐξήγησής της, ✦ ὀνοματολογία τῶν κωδίκων ποὺ περιέχουν τὰ παντοῖα ὑμνογραφικὰ εἴδη τὰ μελισμένα μὲ τὴν σημειογραφία, ✦ ἱστορία καὶ προσωπογραφία τῶν χιλίων περίπου ἑλλήνων μελοποιῶν, μέσα σὲ μία χιλιετία (μέσα 10ου αἰῶνος ἕως σήμερα), – κι ἂς ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες ἀκόμα καὶ τὰ ὀνόματά τους! – ✦ μελοποιία καὶ μορφολογία, καὶ ἄλλα ἀκόμα. Εἶναι πρόδηλο ὅτι τότε, τὴν ἐποχὴ τοῦ Σπυρίδωνος Λάμπρου καὶ τοῦ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων σοβαρῶν –καὶ πρωτοπόρων – καταλογογράφων ἐπιστημόνων, αὐτὴ ἡ ἐξειδικευμένη γνώση δὲν ὑπῆρχε, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀποκτηθῆ. Γιὰ τὸν βασικὸν αὐτὸ λόγο, τὴν ἔλλειψη δηλαδὴ εἰδικῆς μουσικολογικῆς κατάρτισης, ποὺ οἱ σοβαροὶ μελετητὲς ἀναγνωρίζουν καὶ κρατοῦν ἐφεκτικὴ στάση, δὲν εἴχαμε καλοὺς καταλόγους γιὰ τὰ μουσικὰ χειρόγραφα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα χειρόγραφα κάποιας βιβλιοθήκης, καὶ δὲν εἴχαμε κανέναν ‘ἀμιγῆ μουσικὸν’ Κατάλογο, μέχρι τὸ 1975, ποὺ κατὰ μιὰν ἀγαθὴ συγκυρία ἐκδόθηκαν δύο ἀνεξάρτητοι Κατάλογοι: Γρ. Θ. Στάθη, Τὰ Χειρόγραφα Βυζαντινῆς Μουσικῆς – Ἅγιον Ὄρος, τόμος Α΄ [Ξηροποτάμου, Δοχειαρίου, Κωνσταμονίτου], Ἀθῆναι 1975 [στὸν κολοφῶνα, σ. 725: «…ἐξεδόθη κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος χίλια ἐνακόσια ἑβδομήκοντα τέσσαρα, τῆς χαρμοσύνου ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἐγγιζούσης, καὶ ἐκυκλοφορήθη τὸν νέον ἐνιαυτὸν χίλια ἐνακόσια ἑβδομήκοντα πέντε…»] (σσ. α΄-π΄+728+Α΄-ΛΒ΄ [ἔγχρωμοι πίνακες]+α΄-η΄, καὶ Μανώλης Κ. Χατζηγιακουμῆς, Μουσικὰ Χειρόγραφα Τουρκοκρατίας 1453-1832, τόμος πρῶτος, Ἀθήνα 1975.
Σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτό, δηλαδή τῆς μὴ καταλογογράφησης τῶν “χειρογράφων ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς” ἢ τῶν “κωδίκων μετὰ φωνῶν”, ὅπως γράφει, ὁ ἴδιος ὁ Σπ. Λάμπρος μαρτυρεῖ· «… Ἐπ’ ἴσης δ’ ἔν τισι τῶν βιβλιοθηκῶν ἀδύνατος ἀπέβη ἡ κατ’ ἰδίαν ἀναγραφὴ τῶν κωδίκων τῶν περιλαμβανόντων μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, διὸ δηλοῦνται ποὺ καὶ που συλλήβδην οἱ τοιοῦτοι....». Δηλαδή, ἕνα παράδειγμα, γιὰ τοὺς κώδικες τῆς μονῆς Δοχειαρίου: «2979–3065. 305-391 Μουσικὴ ἐκκλησιαστική». Ἀλλοῦ οἱ «κώδικες μετὰ φωνῶν», ἀναγράφονται ἁπλὰ μὲ τὴν μνεία μιᾶς ἢ δύο, τὸ πολὺ τριῶν ἑνοτήτων ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν μουσικῶν χειρογράφων, καὶ κάποτε ἀναγράφονται οἱ ἐμφανεῖς κολοφῶνες ἢ καὶ χρονολογίες. Στοὺς ἄλλους δύο, ἐκδεδομένους ἀπ’ τὸν Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη Καταλόγους, τὰ πράγματα, γιὰ τὰ μουσικὰ χειρόγραφα, εἶναι σχεδὸν τὰ ἴδια ἢ λίγο καλύτερα. Λείπει πάντως κι ἐκεῖ ἡ λεπτολόγα ἀναλυτικὴ περιγραφή, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ βασισθῆ ὁ σύγχρονος μελετητὴς καὶ εἰδικὸς ἐπιστήμονας μουσικολόγος.
Ἐνενῆντα ἀκριβῶς χρόνια μετὰ τὴν μετάβαση τοῦ Σπυρίδωνος Λάμπρου στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ τὴν καταλογογράφηση τῶν ἁγιορειτικῶν “ἑλληνικῶν κωδίκων”, πῆρα κι ἐγὼ τὴν “ἄγουσαν εἰς Ἅγιον Ὄρος”, γιὰ τὴν καταλογογράφηση τῶν μουσικῶν χειρογράφων –τῶν Χειρογράφων Βυζαντινῆς Μουσικῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους– , μὲ ἄλλες προϋποθέσεις καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, τοὺς ὁποίους κι ἐγὼ ἐξιστορῶ στὸ προοίμιο τῆς Γενικῆς Εἰσαγωγῆς στὸν Α΄ τόμο τοῦ ἑπτατόμου Καταλόγου μου, ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Καὶ κατακλείω τὴν Γενικὴ Εἰσαγωγὴ μαζὶ μὲ τὰ παινέματά μου γι’ αὐτὸν τὸν τόπο, –“ὡς εἰς ποθεινὴν πατρίδα, τόπον καταφυγῆς καὶ τῆς ψυχῆς μου ἀναψυχήν”, καὶ τὶς εὐχαριστίες μου καὶ τὴν φιλαδελφία μου στοὺς ἁγιορεῖτες καλογέρους, τοὺς ἀξιαγάπητους φίλους, ποὺ “εἴτε μὲ τὴν ἀνεπιτήδευτον προσήνειαν εἰς τὴν φιλοξενίαν εἴτε μὲ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς ἀφελότητος τῆς καρδίας αὐτῶν, βοηθοῦν εἰς τὸν συντελεσμὸν τοῦ ἄθλου τὸν ὁποῖον ἀνέλαβον”.
✦ (1974~καλοκαίρι). «... Ἡ ἀναγκαιότης τοῦ πράγματος, δηλαδὴ τῆς θεμελιώσεως καὶ αναπτύξεως ἐν Ἑλλάδι τῆς ἐπιστήμης τῆς Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, κατέστη πρόδηλος τὰ τελευταῖα ἔτη, αἱ δὲ μετ’ ἐνδελεχείας καλλιεργηθεῖσαι ἀπὸ μακροῦ καὶ ὑπὸ διαφόρων προσπάθειαι συνέτειναν εἰς τὴν ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν πζ΄ Συνεδρίαν αὑτῆς τῆς 24 Ἰουνίου 1970 σύστασιν τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, προτάσει τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου πρώην Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου ἐπὶ εἰσηγήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονυσίου, Προέδρου τῆς ἐπὶ τῆς θείας Λατρείας καὶ Μουσικῆς Μονίμου Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς. Τὸ Ἵδρυμα τοῦτο ἐξ ἀρχῆς ἔθεσεν ὡς κύριον μέλημα αὐτοῦ τὴν καταλογογράφησιν τῶν χειρογράφων τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, θεωροῦν τὸ ἔργον τοῦτο ὡς πρωταρχικῆς σημασίας παράγοντα διὰ τὴν συστηματικὴν μουσικολογικὴν σπουδὴν πάντων τῶν προβλημάτων τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, τὸ μὲν ὡς μέσου τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, τὸ δὲ ὡς μιᾶς τῶν Καλῶν Τεχνῶν, εὐρύτερον ἐξεταζομένης.
Ὁ γράφων τὰς γραμμὰς αὐτάς, κατὰ τὰς ἐν Κοπεγχάγῃ κυρίως βυζαντινο–μουσικολογικὰς αὐτοῦ σπουδάς [Ἰούλιος 1968 – Νοέμβριος 1969], εἶχε διαπιστώσει σαφῶς δύο πράγματα· πρῶτον, τὴν ἄγνοιαν τῆς μεταβυζαντινῆς χειρογράφου παραδόσεως, εἴτε ἐκ προθέσεως ἢ ἐλλείψεως ἐνδιαφέροντος, εἴτε βασικῶς ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως σχετικῶν Καταλόγων, καὶ δεύτερον, τὴν ἀνεπάρκειαν τῶν ὑπαρχόντων ἐγχειριδίων διὰ ἱστορικάς, δεόντως τεκμηριωμένας, εἰδήσεις περὶ τῶν βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν μελουργῶν καὶ τοῦ ἔργου αὐτῶν. Ἄμεσος ἀπόρροια τούτων ὑπῆρξε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Μουσική, καλυπτομένη ὑπὸ τὴν ἀχλὺν τῆς ἀγνοίας τῶν πηγῶν καὶ τῆς ἀνεπαρκείας ἢ καὶ σφαλερότητος τῶν βοηθημάτων, κατέστη σημεῖον ἀντιλεγόμενον μεταξὺ τῶν μουσικολόγων.
✦ [τωρινὴ διασάφηση]: Ἡ ἀντιλογία ἀφορᾶ κυρίως στὴν ἑρμηνεία καὶ στὴν λεγόμενη “ἐξήγησιν” τῆς σημειογραφίας, κατὰ περιόδους, ἀπὸ ἕναν παλαιότερο τύπο σημειογραφίας σὲ νεώτερον, καὶ μεταγραφὴ τοῦ μέλους στὸ πεντάγραμμο. Ἡ ξένη μουσικολογικὴ ἔρευνα δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς καὶ δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψη τὶς μαρτυρημένες, κατὰ ἑκατοντάδες, στὰ χειρόγραφα προσπάθειες γιὰ ἁπλοποίηση τῆς σημειογραφίας, ποὺ εἶναι ἀπότοκη τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου στὰ μέσα τοῦ 10 ου αἰῶνα. Ἡ μουσικὴ ποὺ μεταφέρεται ἀπ’ τοὺς δυτικούς μουσικολόγους στὸ πεντάγραμμο, καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἕλληνες στὴν “ἀναλυτική σημειογραφία” τῆς νέας μεθόδου, ποὺ προέκυψε κατὰ τὴν διαρρύθμιση τῶν στοιχείων τῆς ἴδιας βυζαντινῆς σημειογραφίας τὸ 1814/15 στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ πατριαρχικὴ ἐπικύρωση, διαφέρει πολύ, ὅσο σχεδὸν ἡ ἀνατολὴ μὲ τὴ δύση! Ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλο θέμα, καίριο θέμα· κι εἶναι ἐθνικὸ θέμα ἡ ὀρθὴ ἀποκατάσταση.]
Διὰ τὴν ἄρσιν τῆς ἀντιλογίας ταύτης, ἢ τοὐλάχιστον ὡς μία συμβολὴ διὰ τὴν ἄρσιν αὐτήν, ἐθεωρήθη ἡ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ λεπτομερὴς γνῶσις τῶν πηγῶν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, δηλαδὴ τῶν χειρογράφων κωδίκων, μέσῳ τῆς ὁποίας γνώσεως καὶ μόνον δύνανται νὰ διακριβωθοῦν αἱ στορικαὶ εἰδήσεις, δικαιωθοῦν ἢ ἀναιρεθοῦν καὶ ἀποκατασταθοῦν αἱ ἐπὶ τοῦ προκειμένου κατὰ καιροὺς διατυπωθεῖσαι ἐπιστημονικαὶ θέσεις. Κατὰ ταῦτα, ὁ γράφων, ὅτε διέτριβεν ἐν Ὀξφόρδῃ [Δεκέμβριος 1969 – Ἰούνιος 1970], ἐξεπόνησε τὸ πρῶτον σχέδιον ἀναλυτικῆς περιγραφῆς τῶν χειρογράφων κωδίκων τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ὥρισε δὲ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔργου τούτου νὰ γίνῃ ἐν ταῖς Βιβλιοθήκαις τῶν ἱερῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπειδὴ κυρίως ἐν αὐταῖς ἀπόκειται τεθησαυρισμένον τὸ ἥμισυ ἢ καὶ πλέον μέρος τοῦ συνόλου ἀριθμοῦ τῶν γνωστῶν χειρογράφων βυζαντινοῦ μέλους. Ἡ προτίμησις αὐτὴ ὑπηγορεύθη καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος πληροῖ κύκλον ὑπερχιλιετοῦς ἀδιακόπου παραδόσεως, διάρκειαν χρόνου, δηλαδή, ὅσην ἀκριβῶς ἔχει καὶ ἡ βυζαντινὴ σημειογραφία, ἤτοι ἡ γραπτὴ παράδοσις τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης.
Τὸ σχέδιον τῆς ἀναλυτικῆς περιγραφῆς τῶν μουσικῶν κωδίκων, ἡ προτίμησις τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ ἀπόφασίς μου διὰ τὴν ἀπόδυσιν εἰς θυσίας οὐ τὰς τυχούσας, ἐν ἀσκητικῇ ἐγκαρτερήσει, εὗρον ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ εἰσηγητοῦ τῆς συστάσεως τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τοῦ καὶ Διευθυντοῦ αὐτοῦ, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονυσίου (Ψαριανοῦ), πρόθυμον ἀντιλήπτορα.
Οὕτω πως καὶ δι’ οὓς ἐξετέθησαν λόγους ὁ χαράσσων τὰς γραμμὰς αὐτὰς ἤρξατο τοῦ ἔργου τῆς καταλογογραφήσεως τῶν χειρογράφων Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, κατ’ Ὀκτώβριον τοῦ σωτηρίου ἔτους 1970».
[Γρ. Θ. Στάθη, ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, τόμος Α΄, Γενικὴ Εἰσαγωγή, σσ. κγ΄-κδ΄, Ἀθῆναι 1975].
Πέρασαν κιόλας πενῆντα χρόνια ἀπὸ τότε! Μισὸς αἰώνας! Κι εἶχε σχεδιασθῆ νὰ ἑορτασθῆ πανηγυρικὰ αὐτὴ ἡ 50ετηρίδα λειτουργίας καὶ προσφορᾶς τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, καὶ μαζὶ ἡ δική μου πεντηκονταετηρίδα διακονίας μου σ’ αὐτό, τὴν 24 Ἰουνίου 2020, γενέθλια ἡμέρα τῆς συστάσεως τοῦ Ἱδρύματος [24 Ἰουνίου 1970]. Ἡ πάνδεινη πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ὅμως, ἀνέβαλε τὸν ἑορτασμὸ γιὰ εὐθετώτερο χρόνο. Δώη Κύριος!
Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν πεντηκονταετία, 1970-2020, εὐδόκησε ὁ Θεὸς κι ἔγιναν πολλὰ καὶ καλὰ πράγματα μὲ τὴν διακονία τῆς ταπεινότητάς μου. Δὲν μπορῶ καὶ δὲν πρέπει νὰ παινευτῶ· ντρέπομαι καὶ ποὺ τὸ ἀναφέρω τώρα ἐδῶ. Μπορῶ ὅμως νὰ καυχηθῶ τὴν καλὴ καύχηση, γιὰ τοὺς πενῆντα ὑποψήφιους διδάκτορές μου –ἀνάμεσά τους ἑφτὰ ἀλλοδαποί, ἕντεκα γυναῖκες, ἕξι κληρικοὶ καὶ μία μοναχή– στὰ γνωστικὰ ἀντικείμενα «Λειτουργική – Χριστιανικὴ Λατρεία», «Βυζαντινὴ Μουσικολογία – Ψαλτικὴ Τέχνη», καὶ «Ἐθνομουσικολογία» στὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας καὶ στὸ Τμῆμα Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου δίδαξα καὶ ἔπραξα παντοιοτρόπως ὡς Καθηγητὴς 1983-1991 καὶ 1991-2007, ἀντίστοιχα. Ἀπ’ τοὺς πενῆντα ὑποψήφιους διδάκτορες μαθητές μου οἱ τριάντα ἀναγορεύτηκαν διδάκτορες καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δεκαπέντε εἶναι ἐκλεγμένοι πανεπιστημιακοὶ διδάσκαλοι καὶ μέλη ΔΕΠ στὰ Πανεπιστήμια τῆς χώρας μας καὶ δύο στὸ ἐξωτερικό. Εἴκοσι διατριβές τους εἶναι ἤδη ἐκδεδομένες, καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ ἔκδοση ἄλλες ἑπτὰ-ὀκτώ, στὴν εἰδικὴ σειρὰ «Μελέται» τοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῆς Μουσικολογίας.
Τέσσερεις διδάκτορες μαθητές μου ἐζήλωσαν τὴν δόξα τοῦ καταλογογράφου δασκάλου τους καὶ ἐξελίχθηκαν σὲ δοκιμώτατους καταλογογράφους συγγραφεῖς, μὲ δημοσιευμένους ἤδη τοὺς Καταλόγους τους, ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ. ✦ Ὁ Ἀχιλλεὺς Χαλδαιάκης – ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ, τόμος Α΄ ΥΔΡΑ (2004), ✦ ὁ Δημήτριος Μπαλαγεῶργος καὶ ✦ ἡ Φλώρα Κρητικοῦ – ΣΙΝΑ, τόμος Α΄ (2008) καὶ τόμος Β΄ (2020), καθὼς καὶ – ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ, τόμος Α΄ (ὑπὸ ἔκδοση), ✦ ὁ Ἐμμανουὴλ Γιαννόπουλος – ΑΓΓΛΙΑ (2008).
Ὑπενθυμίζω ἐδῶ τοὺς τίτλους τοῦ δικοῦ μου καταλογογραφικοῦ ἔργου, ποὺ συνεχίζεται “ἕως ἄρτι”: ✩ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, τόμος Α΄ (1975), τόμος Β΄ (1976) ~ καὶ βραβεῖον Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν~ , τόμος Γ΄ (1993), τόμος Δ΄ (2015) ~ἀφιερωμένος στὸν Σπυρίδωνα Π. Λάμπρον~ , τόμος Ε΄ (ὑπὸ ἔκδοση), ✩ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΜΕΤΕΩΡΑ, τόμος μόνος (2008), ✩ ΤΑ ΠΡΩΤΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΕΞΗΓΗΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΑΝ ΜΕΘΟΔΟΝ ΣΗΜΕΙΟΓΡΑΦΙΑΣ, τόμος Α΄ [Προλεγόμενα] καὶ τόμος Β΄ [Κατάλογος] (2016), τόμος Γ΄ [Εὑρετήρια] (ὑπὸ ἔκδοση), ✩ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΑΛΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ – ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΒΕΝΕΤΙΑΣ [Θησαυρίσματα 37] (2007), ✩ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΤΟ ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ, τόμος μόνος (ὑπὸ ἔκδοση).
Χάρη στοὺς Καταλόγους αὐτοὺς καὶ στὴν ἐξαντλητικὴ ἔρευνα κατὰ τὴν ἐκπόνηση τῶν διδακτορικῶν διατριβῶν, καὶ χάρη καὶ σὲ ἄλλες παρεμφερεῖς συγγραφὲς καὶ δραστηριότητες καὶ φανερώσεις τοῦ πλούτου τοῦ ἀκραιφνοῦς Ἑλληνικοῦ Μουσικοῦ Πολτιτισμοῦ μιᾶς ὑπερχιλιετίας, –φτάνουν περίπου τὸν ἀριθμὸ 9.000! τὰ Χειρόγραφα Βυζαντινῆς Μουσικῆς αὐτῆς τῆς χιλιετίας στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, τὰ πλεῖστα, καὶ σὲ ἄλλες βιβλιοθῆκες τῆς οἰκουμένης–, ριζοβλάστησε καὶ γιγαντώθηκε στὴν Ἑλλάδα, τὰ τελευταῖα πενῆντα χρόνια, ὡς “δένδρον εὐσκιόφυλλον καὶ ἀγλαόκαρπον”, ἡ ἐπιστήμη τῆς Βυζαντινῆς Μουσικολογίας καὶ τῆς Μελοποιίας τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης τῶν Ἑλλήνων βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν καὶ συγχρόνων μελοποιῶν.
«Ἡ Ψαλτικὴ Τέχνη, –ἔγραψα ἀλλοῦ [Ἐρωταποκρίσεις καὶ Ἀκριβολογήματα τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης ἐν ἔτει σωτηρίῳ βιβ΄, Ἀθήνα 2015, σσ. 34-35] – , εἶναι αὐτοκρατορικὴ μουσική· εἶναι ὁ Ἑλληνικὸς Μουσικὸς Πολιτισμὸς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Πῶς οἱ βυζαντινοὶ ἀρχιτέκτονες κι οἱ μηχανικοὶ σχεδίασαν καὶ ἔχτισαν τοὺς περίφημους ναούς, κι οἱ βυζαντινοὶ ζωγράφοι τοὺς ἁγιογράφησαν καὶ τοὺς καταστόλισαν ἢ μὲ ψηφιδωτὰ ἢ μὲ νωπογραφίες, καὶ μὲ λαμπρὲς εἰκόνες, ποὺ πολλὲς εἶναι καὶ θαυματουργές, καὶ οἱ κεντητὲς καὶ οἱ κεντήτριες σὲ μοναστήρια καὶ σὲ ἐργαστήρια κέντησαν ἄμφια κι ἄλλα χρυσοΰφαντα λειτουργικὰ αντικείμενα, καὶ ἄλλοι καλλιτέχνες καὶ τεχνίτες ἄλλα ποικίλα τεχνουργήματα, ποὺ τὰ θαυμάζουμε σήμερα ὅλα αὐτά, ἔτσι κι οἱ βυζαντινοὶ μουσικοί, οἱ μαΐστορες κι οἱ δομέστικοι, οἱ πρωτοψάλτες κι οἱ λαμπαδάριοι, κι οἱ κωδικογράφοι, στὶς πόλεις καὶ στὰ μοναστήρια, δημιούργησαν τὸν Βυζαντινὸ Μουσικὸ Πολιτισμό, κυρίως τοὺς δυὸ τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὣς τὴν ἀποφράδα καὶ μαύρη μέρα τῆς ἅλωσης τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453». Σὲ μουσικὸ χειρόγραφο, τὴν Παπαδικὴ ΕΒΕ 2406, γράφτηκε, τὴν 1 Ἰουλίου 1453, τριαντατρεῖς μέρες μετὰ τὴν ἅλωση, καὶ τὸ ἀλγεινὸ συναξάρι· «… καὶ ἐγένετο θρῆνος καὶ οὐαὶ εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον!»
Αὐτὸς ὁ βυζαντινὸς – ἑλληνικὸς μουσικὸς πολιτισμός, ὡς πολιτιστικό, ἀκριβῶς, ἀγαθὸ καὶ ὡς ἐθνικὸ κληρονόμημα, πέρασε στὸ Μεταβυζάντιο καὶ σὲ μᾶς τοὺς μακάριους κληρονόμους Νεοέλληνες. Ἔμεινε, βέβαια, γιὰ πολὺ καιρὸ κάτω ἀπ’ τὴν ἀχλὺ τῆς ἁπλῆς συντήρησης μὲ ἀντιγραφὴ σὲ πολλαπλᾶ ἀντίγραφα ἀπ’ τοὺς ἀφανεῖς ἥρωες κωδικογράφους, –κατὰ τοὺς μαύρους μακροὺς αἰῶνες τῆς ἀλλόθρησκης τουρκικῆς κατοχῆς – , ἀκόμα καὶ παραμερισμένος ἀπ’ τὶς “νέες”, τὶς “καινοφανεῖς”, μελοποιήσεις, ἀφοῦ ἡ μουσικὴ εἶναι ζωντανὸ στοιχεῖο τῆς λατρείας καὶ παρακολουθεῖ τὶς λατρειακὲς ἀνάγκες ἢ καὶ ἐξελίξεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Φανερωμένος τώρα ἀπ’ τὴν ἐπιστήμη τῆς Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, σὲ ὅλο του τὸ εὖρος καὶ στὸ πρωτόκοπο κάλλος του, φαντάζει, ὅπως πράγματι εἶναι, μνημεῖο μέγιστο καὶ πανθαύμαστο, καὶ τοῦ πρέπει ἀπολυπραγμόνητος σεβασμός. Καὶ τῷ Θεῷ χάρις!
Πλατανιὰ–Γερακάρι
6 Αὐγούστου 2002
τῆς θείας Μεταμορφώσεως
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΘΗΣ
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Διευθυντὴς Ἱδρύματος
Βυζαντινῆς Μουσικολογίας
1 Comment
Αισθάνομαι δέος μπροστά στο έργο των καταλογογράφων Σπ. Λάμπρου και Γρηγορίου Στάθη.
Ο Θεός θέλησε και με οδήγησε στα 77 μου χρόνια να ασχοληθώ με την Ελληνική Παλαιογραφία.
Έγινα μαθητής της παλαιογραφίας στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης , με καθηγητή τον εξαίρετο Αγαμέμνονα Τσελίκα και βρέθηκα σε ένα πανέμορφο και ενδιαφέροντα κόσμο, τον κόσμο των παλαιών χειρογράφων. Ένα κόσμο που δείχνει με τον πιο έντονο τρόπο την εξέλιξη του πολιτισμού σε όλους τους τομείς μέσα στη χιλιετή ζωή της Ελληνικής Ρωμανίας, του νέο-ονομαζομένου Βυζαντίου και την επίδρασή του στον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτά τα σκονισμένα χειρόγραφα είναι ένας αμύθητος Εθνικός θησαυρός, που δυστυχώς είναι γνωστός μόνο σε ελάχιστους ειδικούς!
Θεωρώ υποχρέωσή μου να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και την ευγνωμοσύνη μου προς τον κ. Γρηγόριο Στάθη, τον οποίο δεν γνωρίζω, για το σημαντικότατο αυτό έργο του, την καταλογογράφηση των χειρογράφων της Βυζαντινής Μουσικής, που αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο του πολιτισμού μας.
Από την λιγοστή ενασχόλησή μου με την Παλαιογραφία μπορώ να εκτιμήσω το μέγεθος του έργου και των δύο Ηπειρωτών καταλογογράφων και του αείμνηστου και πρωτοπόρου Σπυρίδωνα Λάμπρου και του κ. Γρηγορίου Στάθη. Κάλλιστα μπορούμε να τους κατατάξουμε και τους δύο στους « Ηπειρώτες Εθνικούς Ευεργέτες»!!!